ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
του Νικόλαου Διονυσίου Σκέντζη
Οι κτηνοτρόφοι της ορεινής Ηλείας αναφέρονται με διάφορες ονομασίες: τσοπάνης, βοσκός, σκουτέρης, ξωμάχος, ποιμένας κ.α.
Σαν βάση είχαν το στανοτόπι (λημέρι), ο χώρος όπου υπήρχαν οι αναγκαίες εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων και των ζώων.
Το καλύβι ήταν το κύριο κτίσμα που στέγαζε ανθρώπους και ζώα κατά την χειμερινή περίοδο.
Το μαντρί ήταν ένας περιφραγμένος χώρος για τον αυλισμό και το τάισμα των ζώων.
Το γαλάρι (ξελώντσα) ήταν χώρος φτιαγμένος σε επικλινές σημείο για να στραγγίζουν τα νερά, για την διανυκτέρευση των ζώων.
Ο τσάρκος ήταν ένας μικρός χώρος για να φυλάσσονται τα νεογέννητα αρνοκάτσικα.
Στις αρχές τις άνοιξης σε ανοιχτό χώρο έφτιαχναν την στρούγκα για το άρμεγμα, με κλαδιά (γκορτσιές) γύρω-γύρω και τοποθετούσαν στην έξοδο δύο μεγάλα λιθάρια τα ονομαζόμενα στρουγκολίθια στα οποία κάθονταν οι δύο που άρμεγαν, ενώ ένας τρίτος (στρουγκολάτης) προωθούσε τα ζώα προς την έξοδο.
Ταυτόχρονα κοντά έφτιαχναν την παγανιά, αρκετά μεγάλος χώρος και περιφραγμένος, για γιομάτισμα το μεσημέρι και προφύλαξη το βράδυ.
Τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν ήταν χαλκωματένια και ξύλινα.
Τέντζερη για το μαγείρεμα, σαγάνι για το φαγητό, τέσα για την μεταφορά του φαγητού, καζάνι (λεβέτι) για το ζέσταμα και το πήξιμο του γάλακτος, καρδάρα (μπακράτσα) και βεδούρα για το άρμεγμα, καρδάρι για πολλές χρήσεις γύρω από το γάλα, γιατί ήταν ευκολόχρηστο.
Το κουτούλι το χρησιμοποιούσαν για το μέτρημα του γάλακτος, στραγκοπάνι για το σούρωμα, τσαντελσπάνε στο οποίο έριχναν το πηγμένο γάλα, στάλπη (σπριγγλιάτα) μέσα στο οποίο στράγγιζε ο τυρόγαλος, τρίφτης για το ανακάτεμα του τυρόγαλου μέχρι να βγει η μυτζήθρα, κεψέ για το μάζεμα της μυτζήθρας, τεζάχι για το αλάτισμα του τυριού και της μυτζήθρας και τέλος ο δάρτης για την αποβουτύρωση του γάλακτος.
Όταν γεννούσαν τα γιδοπρόβατα το πρώτο γάλα που δεν είχε καθαρίσει και ήταν αρκετά πηκτό το ονόμαζαν κόλλα, και με αυτό έφτιαναν το κορκοφίγκι.
Τα προϊόντα του αιγοπρόβιου γάλακτος όπως το παραδοσιακό τυρί φέτα, κεφαλοτύρι, γραβιέρα, γιαούρτι, κ.α. καθώς επίσης και τα υποπροϊόντα του είναι τα καλύτερα, και με την μεγαλύτερη ζήτηση.
Στις αρχές της άνοιξης κωλοκούριζαν τα πρόβατα, κούρευαν δηλαδή την κοιλιά, το λαιμό, τα πίσω πόδια και τέλος την ουρά, για να παίρνει αέρα το ζώο, αλλά και για να αρμέγεται εύκολα και πιο καθαρά.
Τον Μάιο γίνονταν ο κούρος παρουσία όλης της οικογένειας, φίλων και συγγενών για βοήθεια, ενώ ταυτόχρονα έσφαζαν ένα ζώο ώστε η μέρα του κούρου να ξεχωρίζει από τις άλλες. Από τα μαλλιά των προβάτων έφτιαχναν το ποκάρι.
Το κούρεμα των γιδιών γίνονταν με διαφορετικό τρόπο, καρφώνοντας στο έδαφος μια φούρκα, περνούσαν το κεφάλι του ζώου μέσα ώστε να μην κουνιέται και εν συνεχεία κούρευαν το ζώο σε όρθια στάση.
Ο τσοπάνος όσα ζώα και να είχε στο κοπάδι του τα γνώριζε ένα-ένα και σε πολλά από αυτά έδινε και ονόματα.
Η ενδυμασία του ήταν πλεκτή φανέλα, υφαντό πουκάμισο ή βέγγα, υφαντό σώβρακο, υφαντό μπαινοβράκι της νεροτριβής, υφαντή κάπα της νεροτριβής, πλεκτό πουλόβερ, μπούστο και πλεκτές κάλτσες από τραγόμαλλο που περνούσαν τον αστράγαλο σε σχήμα μπότας οι οποίες δεν απορροφούσαν το νερό και διατηρούσαν τα πόδια ζεστά και στεγνά.
Τέλος τα υποδήματα του ήταν καουτσούκια η γουρουνοτσάρουχα. Όλα αυτά διατηρηθήκαν στα χωριά μας μέχρι την δεκαετία 1950-1960.
Το παραπάνω άρθρο μας το έδωσε ο γράφων και είχε δημοσιευτεί στο Περιοδικό "Φολόη" Αρ. Τεύχους 59 του 2011.
Ντίνος ο Κλεινδιώτης
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Ο Ντίνος Κλεινδιώτης μπορεί να θεωρηθεί ως περιστασιακός κλέφτης, αφού η παρανομία του περιοριζόταν στα χρονικά όρια της μιας νύχτας και στη συνέχεια επέστρεφε τα «κλοπιμαία».
Στο ξακουστό πανηγύρι του Βάραγκα Ωλένης, που διεξάγεται στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Ντίνος γνώρισε μια κοπέλα και την αγάπησε. Αυτή όμως καταγόταν απ’ άλλο χωριό και ο Ντίνος φλεγόταν από το πάθος και επεδίωκε να τη συναντά καθημερινά. Επειδή όμως το χωριό του ήταν μακριά από αυτό της αγαπητικιάς του, βρήκε μια εύκολη λύση όπου κάθε βράδυ έκλεβε από ένα άλογο που ήταν δεμένα στις καλαμιές και πήγαινε να τη βρει. Το πρωί επέστρεφε το άλογο εκεί απ’ όπου το είχε πάρει. Αυτό γινόταν αρκετό καιρό.
Μερικοί ιδιοκτήτες των αλόγων εύρισκαν το πρωί τα ζώα τους νηστικά, ιδρωμένα και ταλαιπωρημένα. Κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, παραφύλαξαν και συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω τον Ντίνο την ώρα που τα έκλεβε. Του έκαναν αυστηρές συστάσεις, και ταυτόχρονα ειδοποίησαν και τις αρχές του τόπου. Ο Ντίνος δικαιολογήθηκε λέγοντας την αλήθεια και ο αστυνόμος του σταθμού Χωροφυλακής του έκανε τις ανάλογες συστάσεις και τον απείλησε ότι αν το ξανά κάνει θα έχει ν’ αντιμετωπίσει τον νόμο. Για να θολώσει όμως τα νερά ο Ντίνος και για να μη συνεχίζουν να τον υποψιάζονται, αποφάσισε να κλέβει άλογα από το διπλανό χωριό. Αλλά τον κατάλαβαν κι εκεί οι ιδιοκτήτες των αλόγων και οργανώνονταν πως να τον «πιάσουν στα πράσα» και να τον κλείσουν φυλακή. Οι συζητήσεις που γίνονταν περί κλοπής των αλόγων έπεσαν στ’ αυτιά της αγαπητικιάς του η οποία άκουσε τι θ’ ακολουθούσε και τον ειδοποίησε ότι κινδυνεύει άμεσα να συλληφθεί και να φυλακισθεί.
Ο ΝΤΙΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΛΕΙΝΔΙΑ
Το τι μου βάλθηκε ο νους, να κλέψω μια φοράδα,
να πάω στην αγάπη μου, να την καλησπερίσω:
- Καλησπερούδια, αγάπη μου.
- Καλώς τον Ντίνο μ’, όπου ’ρθε.
Ντίνο, τίνος είν’ τ’ άλογο, π’ έχεις όξω δεμένο;
- Δικό μου είναι τ’ άλογο και το ’χω πλερωμένο.
- Ντίνο, λύσε το άλογο και στείλτο απ’ όπου ’ρθε,
μη σε γεράσει η φυλακή κι ασπρίσουν τα μαλλιά σου.
- Ετούτο είν’ γιοργαλίδικο και δεν το ματαδίνω.
- Ντίνο, εγώ σου το ’πα μια και δυο και στο ματαλέω:
Στου Κούμανι μην ξαναρθείς, στου Δούκα μην περάσεις,
δε θέλω τέτοια στην πόρτα μου και λόγια στην αυλή μου.
ΗΛΙΕ Μ' ΤΙ ΕΙΔΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ....!
Ένα από τα πιο παλιά, ομορφότερα και χιλιοτραγουδισμένα δημοτικά άσματα της Πελοποννήσου, είναι το επεισοδιακό τραγούδι της Λεχουρίτισσας , που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα σε όλα χωριά της ορεινής Ηλείας, των Καλαβρύτων και της Γορτυνίας. Κατανέμεται κυρίως ως τραγούδι της τάβλας (τραπεζίτικο), αλλά τραγουδιέται και σε σκοπό λεβέντικο, και χορεύεται με χορό πηδηκτό (τσάμικο), επίσης και σε μερικές περιοχές το απαντάμε και σε ρυθμό συρτό (καλαματιανό).
-Ήλιε μου τι μαρμάρωσες, δεν πας να βασιλέψεις;
Σε καταριούνται οι εργατιές του κόσμου οι δουλευτάδες
-Το θάμα που είδα σήμερα, το πώς να βασιλέψω;
Που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την ποδιά της μάνας.
-Άφησέ μου λύκο το παιδί και φάε εμέ την μάνα.
Το τραγούδι, έχει ως πρωταγωνιστές ένα λύκο, ένα βρέφος και την μάνα του. Σήμερα έχουμε διασώσει το τραγούδι με πολλαπλές παραλλαγές. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του τραγουδιού, αλλά μας παραπέμπει σε διάφορες τοπικές ιστορικολαογραφικές ερμηνείες που η κάθε μια με την σειρά της προσπαθεί να υιοθετήσει την πατρότητα του τραγουδιού.
"ΣΑΝ ΠΗΡΑ ΕΝΑ ΚΑΤΗΦΟΡΟ…" τραγούδι (θρήνος) της Νεμούτας
Του Κώστα Παπαντωνόπουλου
Ένα παραδοσιακό τραγούδι (θρήνος) που αναδεικνύει μια τραγική ιστορία με δυο αδέρφια που πνίγηκαν στον ποταμό Ερύμανθο (Ντάλομι), κατά τους Ρουμελιώτες στον ποταμό Αχελώο.
Το τραγούδι αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφιών, με το επώνυμο Καψής από την Νεμούτα της Ηλείας.
Σύμφωνα με τις παλαιότερες μαρτυρίες, τα δυο δίδυμα αδερφάκια 14 ετών όταν κατέβασε το ποτάμι, ύστερα από μια απρόσμενη καλοκαιριάτικη νεροποντή, προσπάθησαν να απομακρύνουν τα πρόβατα που στάλιζαν για να τα σώσουν.
Επάνω στην αναμπουμπούλα όμως μερικά πρόβατα από το κοπάδι τους, πέρασαν στην απέναντι όχθη να διασωθούν. Τότε τα παιδιά έπεσαν μέσα στο ποτάμι για να περάσουν απέναντι, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο από τα ορμητικά νερά της Ντάλομης που φημιζόταν ότι είχαν πνίξει αρκετούς ανθρώπους στο διάβα των χρόνων.
Μόλις ακούστηκε στο χωριό ότι αγνοούνται τα δυο παιδιά, χτύπησαν την καμπάνα και εξαπολύθηκαν όλοι Νεμουτιάνοι στις όχθες του ποταμιού για να βρουν τα παιδιά που αγνοούνταν.
Όπως αναφέρει στο τραγούδι του ο τραγουδοποιός, φαίνεται να συμμετείχε και ο ίδιος στις έρευνες, εφόσον μας λέει: «Σαν πήρα ένα κατήφορο…» και έτσι αποθανάτισε το γεγονός αυτό, θρηνώντας με τον τρόπο του το μεγάλο κακό που βρήκε το σπίτι του παπά.
Από το τραγούδι παίρνουμε τις ειδήσεις ότι τα παιδιά ήσαν δίδυμα, και στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν αγκαλιάστηκαν και πιάστηκαν από μια ξεριζωμένη μηλιά που έφερνε μαζί στην κατεβασιά του το ποτάμι. Επίσης μας πληροφορεί, ότι η παπαδιά ήταν ρούσα (ξανθομαλλούσα) χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβωθεί κάτι τέτοιο, ή να έγινε για τις ανάγκες της στιχομυθίας του τραγουδιού.
Ακόμη, κατά τόπους που ακούγεται το τραγούδι, ανακαλύπτουμε ότι έχει παραποιηθεί, σύμφωνα και με τα ονόματα των πνιγμένων παιδιών.
Γενικά, είναι ένας θρήνος προς την οικογένεια και κυρίως προς την άμοιρη παπαδιά που έχασε τα παιδιά της.
Σαν πήρα έναν κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι,
και το ποτά- άιντε ρούσα παπαδιά και το ποτάμι ήταν θολό.
Και το ποτάμι ήταν θολό θολό - θολό κατεβασμένο,
σέρνει λιθά- άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει λιθάρια ριζιμιά.
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα - δέντρα ξεριζωμένα,
σέρνει και μια άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει και μια γλυκομηλιά.
Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μη - τα μήλα φορτωμένη,
κι ανάμεσα άιντε ρούσα παπαδιά κι ανάμεσα στους κλώνους της.
Κι ανάμεσα στους κλώνους της δυ’ αδέ- δυ’ αδέρφια αγκαλιασμένα,
τονά τον λέ - άιντε ρούσα παπαδιά τονά τον ’λέγαν Κωνσταντή.
Τονά τον λέγαν Κωνσταντή, τον άλλο Θανασάκη άιντε ρούσα παπαδιά.
Για δέστε τα μαργιόλικα τα δυο, τα δυο τ’ αγαπημένα
Απ’ της μανούλας τους την κοιλιά και ’δω και ’δω αγκαλιασμένα.
Υγ. Το τραγούδι εκτός από την παραποίηση που δέχθηκε στα λόγια, παραποιήθηκε και ως προς την εκτέλεση, που από σοβαρό και θλιβερό συρτό, έγινε χοροπηδηχτοκουνιστό με στοιχεία γελοιοποίησης όπως φαίνεται από την παρακάτω ερμηνεία της τραγουδιάρας με τους Ασιάτες μουσικούς.
https://www.youtube.com/watch?v=itqiT_zCNe4
Σχόλια στο facebook:
Πελοπόννησος Μοριάς Αδελφότης απανταχού Πελοποννησίων
Πελοπόννησος/Μοριάς.
Παράδοση τού Μοριά:
Αισθανόμαστε τήν ανάγκη νά ευχαριστήσουμε τόν κύριο Παπαντωνόπουλο, γιά τίς προσπάθειές του νά αναβιώσει νά καταγράψει τά εθιμικά ,τίς παλαιές ιστορίες καί τούς θρύλους της Πελοποννήσου .Ώστε νά τά θυμούνται νά τά γνωρίζουν καί οι νεώτεροι.
Τό ψάξαμε σχετικά καί είδαμε ότι:Τό τραγούδι αυτό είναι καθαρά εντόπικο Πελοποννησιακό διότι είναι χορικό στά 7/8 (μόνον ό συρτός Πελοποννήσου έχει αυτό τό χορικό )είναι ή συνέχεια τού
αρχαίου γυναικείου Πυρρίχιου ,πού χορευόταν στήν Πελοπόννησο,
αυστηρά αυλικός καί μέ αυτό τό ύφος.Δυστυχώς όπως είδαμε πολλοί (μέ εξαίρεση κάποιους -ες ντόπιους-ες χοριδιδασκάλους )δέν διδάσκουν αυτό τό χορικό αλλά τό συρτό άλλων τόπων πού δέν έχουσι τό ίδιο ύφος χορικά.
"Μάνα μη με καταριέσαι" (Το τραγούδι του Κουμανιώτη)
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος Οκτώβρης 2020
Η ιστορία του τραγουδιού.
Γύρω στο 1933 στο Σκιαδά Αχαΐας ένας δικός μας, ο Κώστας Κουμανιώτης βρήκε την αδελφή του σε σεξουαλικές περιπτύξεις με τον καλύτερο φίλο του.
Φίλο αδελφικό μας αναφέρει στην αφήγησή του ο μπάρμπα Βασίλης Πανούτσος την Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου 2009 στο σπίτι του στο Αντρώνι.
Τους σκότωσε ο Κουμανιώτης και τους δύο, αλλά με τρεις μπιστολιές την αδελφή του και ύστερα όπως είναι φυσικό κατέληξε στην φυλακή. O μεγάλος του καημός όμως δεν ήταν "της φυλακής τα σίδερα" αλλά η πληγωμένη μάνα του που χτυπιόταν, έκλεγε και καταριόταν για την απώλεια της τσούπα της.
Τους στοίχους που περιγράφουν όλο το ιστορικό με τα πραγματικά γεγονότα, τους έγραψε ο Κουμανιώτης στην φυλακή, κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του όπου και έγιναν τραγούδι σε δίσκο γραμμοφώνου με τον τίτλο: "Μάνα μη με καταριέσαι"!
Με την έναρξη της δίκης στο κακουργιοδικείο, οι δικαστές επέτρεψαν στην υπεράσπιση να ανεβάσει στην έδρα το γραμμόφωνο για να παίξει το τραγούδι του κατηγορούμενου. Όταν οι δικαστές άκουσαν το τραγούδι, τους «άγγιξε» και στην συνέχεια τον αθώωσαν παμψηφεί. Ήταν διαφορετικές οι τότε συνθήκες και τα εγκλήματα περί τιμής έπεφταν συνήθως στα μαλακά.
Όπως μας αφηγείται ο μπάρμπα Βασίλης στο βίντεο, το τραγούδι αυτό το γνώριζε μόνον ο μπάρμπας μου ο Νίκος Παπαντώνης στο Αντρώνι που το τραγούδαγε κιόλας πολύ καλά: https://www.youtube.com/watch?v=dE_3TyG1fQo&t=217s
Για την ιστορία ο τραγούδι "Μάνα μη με καταριέσαι" μαζί με το τραγούδι “Ο σερέτης” αποτελεί τον πρώτο δίσκο του Γιώργου Κάβουρα, το 1935.
[Δίσκος Parlophone B-21846 / GO-2334]
Το τραγούδι όπως είπαμε και παραπάνω το έγραψε ο Κώστας Κουμανιώτης και φωνογραφήθηκε το 1935.. Η σύνθεση είναι του Κώστα Σκαρβέλη και το ερμήνευσε ο Γιώργος Κάβουρας.
Του Κουμανιώτη (Τραγούδι)