ΦΟΥΡΝΟΣ ΚΑΙ ΦΟΥΡΝΑΡΙΟ…!
Ένα από τα απαραίτητα βοηθητικά κτίσματα στην συστάδα του κάθε νοικοκυριού στην ύπαιθρο, ήταν και το φουρναριό με τον φούρνο. Ο φούρνος ήταν ένα ιδιαίτερο κτίσμα που δεν αποτελούσε αποθηκευτικό χώρο, αλλά ανήκε στα ακίνητα εργαλεία παρασκευής ψωμιού και φαγητού. Συνήθως κατασκευαζόταν μέσα σε κατώι, ή στην αποθήκη ή και στον αυλοίο χώρο του σπιτιού. Μια παροιμιώδης φράση αναφέρει την αναγκαιότητα του κάθε νοικοκυριού να έχει δικό του φούρνο: «Σπίτι δίχως φούρνο, γρέκι δίχως πράματα!»
ΜΑΤΑΡΑΤΣΙ…!
Από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και πριν 50 χρόνια περίπου προτού ακόμα η βιομηχανοποίηση παραμερίσει την οικοτεχνία, οι άνθρωποι μόνοι τους κατασκεύαζαν διαφόρων ειδών εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Ένα εξ αυτών ήταν και το ματαράτσι. Αυτό ήταν ένα υφαντό, δηλαδή σάκος υφασμένος στον αργαλειό, και ραμμένος όπου τον χρησιμοποιούσαν για διάφορες ανάγκες των κατοίκων της κυρίως της υπαίθρου.
Για να κατασκευάσουν ένα ματαράτσι το ύφαιναν κυρίως με σπάρτο. Αυτά συνήθως ήταν μεγάλοι σάκοι που τα χρησιμοποιούσαν ως σάκους μεταφοράς που χωρούσαν περίπου 80 οκάδες και τα μεγαλύτερα τα χρησιμοποιούσαν, ως στρώματα ύπνου.
Αυτό που ύφαιναν υπολόγιζαν το επιθυμητό μήκος που ήθελαν για το ανάλογο σακί και εκεί που τελείωνε έκοβαν το στημόνι. Στημόνι είναι οι κλωστές όπου ενδιάμεσά τους περνάει η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι και υφαίνεται το βιλάρι. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά που χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το στημόνι ήταν από μαλλί προβάτου, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα ή σπάρτο όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Έπειτα έπαιρναν το βιλάρι που είχαν, αφού πρώτα έδεναν, ανά ζεύγος κόμπους τις κλωστές του στημονιού, για να μην ξεφτίσει.
ΕΤΣΙ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗΝ…!
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Η ΚΟΥΡΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κούρνια λέγεται το σημείο που επιλέγει κάθε πτηνό άγριο ή ήμερο για να κοιμάται συνεχώς ή και να κοιμηθεί μια νύχτα.
Τ’ άγρια πτηνά από μόνα τους επιλέγουν που θα διανυχτερέψουν και οι επιλογές των είναι δύο ειδών. Αυτά που είναι μόνιμα σ’ ένα τόπο όπου επιλέγουν ένα σημείο και το βράδυ μετά την περιπλάνηση της ημέρας επιστρέφουν στο σημείο που έχουν επιλέξει και κουρνιάζουν.
Τα δε αποδημητικά πουλιά κατά την μετακίνησή τους, αλλάζουν συνεχώς τόπο, από το απόγευμα σταματούν την μετακίνησή τους, αναζητούν τροφή και νερό και μετά το φαγητό επιλέγουν ένα σημείο όπου θα κουρνιάσουν για να περάσουν την νύχτα τους.
Τα ντόπια άγρια πτηνά αν ένα βράδυ για οποιοδήποτε λόγο δεχθούν επίθεση ή οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν κούρνια.
Τα πουλιά για ασφάλεια διαλέγουν ένα κλαδί επάνω σε δέντρο που να το "κρατάει" δηλαδή να μην λυγίζει με το βάρος του και να έχει την δυνατότητα τα δάκτυλα με τα νύχια του να γαντζώνονται ώστε και κοιμώμενο να κρατάει την ισορροπία του.
Τα πουλιά δεν πέφτουν σε βαρύ ύπνο ακόμη και την νύχτα, είναι πανέτοιμα σε περίπτωση κινδύνου να πετάξουν. Όταν είναι ζευγάρι τότε κοιμούνται εναλλάξ.
ΛΥΤΑΡΙ ή ΛΥΤΑΡΑΚΙ…!
Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Πολλές φορές στην καθημερινότητα και κατά τις διαχρονικές λαογραφικές και ιστορικές καταγραφές που έχουμε πραγματοποιήσει, όσοι ήθελαν ή θέλουν ν’ αναφερθούν για κάποιο μικρό και ψιλό σχοινί ή σχοινάκι το αναφέρουν ως λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι.
Αυτή η ονομασία λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι δυστυχώς δεν πρέπει να προσδιορίζει, κανένα σχοινάκι μικρού μεγέθους. Η ονομασία έχει προσδιοριστεί λανθασμένη και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και ν’ αναμεταδίδεται ως έχει.
Λυτάρι, λυταράκι ή απολυτάρι λέγεται το οικόσιτο ζώο το οποίο, έχει ξεφύγει της προσοχής του ιδιοκτήτη, ή έχει ξεκόψει από το κοπάδι ή έχει λυθεί από το σχοινί που το έδεναν για να βοσκήσει στην ύπαιθρο. Η λέξη προέρχεται από το λύσιμο, λυτό, αυτό που δεν είναι δεμένο, αυτό που λύθηκε, το ελεύθερο, το μη περιορισμένο.