Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΚΑΜΑΤΙΑΡΙΚΑ – ΚΑΜΑΤΙΚΙΑ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Η εποχή της σποράς (Οκτώβριος- Νοέμβριος) σήμαινε γενικό συναγερμό στη ύπαιθρο για να σπείρουν τα «γεννήματα» (δημητριακά στάρι, κριθάρι, βρώμη, βίκο κ.ά.). Μερικοί είχαν δύο υποζύγια (άλογα- μουλάρια – γαϊδούρια και αγελάδες), άλλοι είχαν μόνο ένα εξ αυτών και για να σπείρουν σεμπρέβανε με κάποιον που είχε και αυτός ένα και έτσι δημιουργούσαν ένα ζευγάρι υποζυγίων. Άλλοι δεν είχαν καθόλου, ή είχαν μόνο ένα ή δεν μπορούσαν να βρουν σέμπρο και έτσι ήταν αδύνατον να σπείρουν και να οργώσουν με αυτό.

Αυτοί για να σπείρουν αποτείνονταν σε ανθρώπους που είχαν ζώα αλλά δεν είχαν χωράφια. Αυτοί κυρίως ήσαν οι βουνίσιοι, εκεί που τα χωράφια τους ήταν λιγοστά άγονα και είχαν πολλές πέτρες δεν σπέρνονταν και ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Αυτοί είχαν υποζύγια για τις υπόλοιπες εργασίες τους. Κατά την εποχή της σποράς δεν τα τόσο χρειάζονταν και τα νοίκιαζαν δηλαδή τα έστελναν για εργασία σε άλλους, που τα χρειάζονταν για να οργώσουν και να σπείρουν. Αυτά τα άλογα τα έλεγαν «καματιάρικα» και τον μεροκάματό τους «καματίκι». Συνήθως οι εργοδότες προτιμούσαν νέα, γερά υγιή άλογα, κατά την σπορά. Επίσης και να μην δαγκώνουν και να μην κλωτσάνε και μην είναι «μάγαρα» και «ψοφίμια» όπως έλεγαν τα αδύνατα και καχεκτικά άλογα.

ΚΑΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΚΑΝΤΡΤΖΗΣ

Λαογραφική συλλογή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Κανταρτζής Κανταριτζής, Στατέρης ή και ζυγιστής, ήταν ο πλανόδιος επαγγελματίας που περιφερόταν από γειτονιά σε γειτονιά, στα πανηγύρια και εκεί που γινόταν συναλλαγές εμπορευμάτων, και έπρεπε να ζυγιστούν ώστε για να μεταπωληθούν ή να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα.
Το εργαλείο που χρησιμοποιούσε για την ζύγιση ήταν το καντάρι ή στατέρι. Αυτό αποτελούταν από μια τετράγωνη σιδερένια βέργα τον βραχίονα με χαραγμένες γραμμές για τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι με την ένδειξη. Οι βραχίονες των κανταριών δεν είχαν τις ίδιες διαστάσεις, αυτές ποίκιλαν, σε συνάρτηση με το βάρος του βαριδίου τους. Είχε ακόμα τα τσιγκελάκια που κρεμούσαν τ’ αντικείμενα, ένα για τις βαριές και ένα για τις ελαφριές. Τα περισσότερα καντάρια ζύγιζαν κι από τις δύο πλευρές, η μια ήταν διαβαθμισμένη για ελαφρά βάρη και η αντίθετη και μεγαλύτερα βάρη. Επίσης είχε και δυο αλυσίδες για να δένουν τα προϊόντα ή αντικείμενα που επρόκειτο να ζυγίσουν.
Η οκά (Τουρκικά okka), ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης βάρους. και μετά την τουρκοκρατία, συνέχισε να χρησιμοποιείται, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Στην Ελλάδα, η οκά αντιστοιχούσε σε 1,282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια και παρέμεινε σε παράλληλη χρήση με τις μονάδες του μετρικού συστήματος, οι οποίες είχαν υιοθετηθεί από το 1876. Η επίσημη κατάργηση όλων των παλαιών μέτρων και σταθμών έγινε την 1η Ιουλίου του 1959, όπου έγινε μια άγνωστη και άτυπη υποτίμηση χωρίς α πάρει είδηση ο λαός. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση της επέζησε έως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Το καντάρι ζύγιζε σε οκάδες. Το συνηθισμένο καντάρι ζύγιζε μέχρι 44 οκάδες. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όπου έπειτα αντικαταστάθηκε από τις ωρολογιακές ζυγαριές και τις πλάστιγγες, ακόμη και από τις ηλεκτρονικές συσκευές αυτόματης ζύγισης. Τα καντάρια παράγγελναν να τα αγοράσουν, έβαζαν όρο να έχει χαραγμένα σε κάποιο σημείο τα αρχικά του ονόματός των, δια να μην τα χάνουν.
Αυτό το επάγγελμα γεννήθηκε από τις ανάγκες της καθημερινής εμπορικής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.). σε μέρη που έσφαζαν ζώα, σε αλώνια, σε σημεία αγοραπωλησίας αγροτικών προϊόντων, σε γειτονιές και όπου αλλού χρειαζόταν. Για εργαλεία χρησιμοποιούσε το καντάρι ή στατέρι, την παλάντζα το κανταρόξυλο και ένα κομμάτι σχοινί.
Το κονταρόξυλο ή ζυγιαστόξυλο, ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο σαν σωλήνας μήκους ενάμισι μέτρου κατασκευασμένο από σκληρό δένδρο, όπως κυπαρίσσι, πουρνάρι, δρυς κ.λπ. για να μην σπάζει και να μην λυγίζει από το βάρος. Αυτό το κατασκεύαζαν να είναι ολόισιο και λείο. Το χρησιμοποιούσαν δύο άτομα που να μπορούν να σηκώσουν το ανάλογο βάρος. Επάνω στο κανταρόξυλο οι μερακλήδες ζυγιστές σκάλιζαν διάφορες παραστάσεις, έγραφαν τα αρχικά του ονόματός των και τις άκρες του τις τύλιγαν αρκετές φορές μ’ ένα μαλακό πανί για να μην κόβουν τους ώμους κατά την ζύγιση. Η ζύγιση γινόταν ως εξής: δύο άνθρωποι έβαζαν στον ώμο τους το κονταρόξυλο, ενώ ο κανταρτζής περνούσαν τον κρίκο του κανταριού σ’ αυτό, κρεμούσε από το τσιγκέλι του το αντικείμενο ή το έδενε με τις αλυσίδες του κανταριού, οι οποίες στις άκρες είχαν ένα ειδικό γάντζο για να αγκιστρώνεται στο αντικείμενο και αν είχε μεγαλύτερες διαστάσεις τότε χρησιμοποιούσαν και το σχοινί. Έπειτα ταυτόχρονα κι οι δύο, σήκωναν το βάρος ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος, αλλά να κρέμεται και ο ζυγιστής, ζύγιζε το αντικείμενο. Εκεί όπου ισορροπούσε η βέργα έδειχνε το βάρος του αντικειμένου. Για να λέμε και την αλήθεια έπεφτε και λίγη κλεψιά ανάλογα με ποιον εκ των συναλλασσομένων είχε καλλίτερη σχέση και έτσι κατά την ζύγιση με το πρόσχημα ότι δεν κρατιέται το βάρος τους ζύγιζαν προτού ο έτερος συναλλασσόμενος επιβεβαιώσει το ακριβές βάρος της ένδειξης του κανταριού. Μετά το πέρας του ζυγίσματος το κονταρόξυλο το τοποθετούσαν πάντα όρθιο σε σκιερό μέρος και να μην βρέχεται, για να μην λυγίσει και στραβώσει.
Το αντίτιμο της εργασίας του συνυπολογιζόταν με το βάρος των ζυγιζόμενων εμπορευμάτων ή και με τις ζυγισιές. Αν ήταν πολλά τα πέζα (ζυγισιές), έπαιρνε φθηνότερα την κάθε μία, ενώ αν ήταν μία έκανε διαφορετική τιμή. Επειδή οι κανταρτζήδες ήσαν σχεδόν όλοι πάμφτωχοι, τις περισσότερες φορές δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά σε είδος, ή και ένα κομμάτι ψωμί ή και ένα πιάτο φαγητό.
Οι κανταρατζήδες πολλές φορές, ανάλογα με τους πελάτες τους κυρίως εμπόρους, οι οποίοι τους χρημάτιζαν με το παραπάνω για να κλέβουν τους προμηθευτές των προϊόντων χρησιμοποιούσαν δύο και τρία αντίβαρα, με διαφορετικό βάρος για να κλέβουν. Αυτά τα διαφορετικού βάρους βαρίδα τα ονόμαζα «κλέφτες». Το ένα ήταν το κανονικό, το δεύτερο, έκλεβε τον προμηθευτή διότι είχε μικρότερο βάρος από το κανονικό και το τρίτο είχε μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό για να κλέβει, πάντοτε σε βάρος τον πελάτη του εμπόρου που αγόραζε εμπορεύματα από αυτόν με το βάρος. Τα διαφορετικά βαρίδια τα μετέφεραν μέσα στο σάκο τους και πριν πάνε για ζύγισμα συνάρμοζαν επάνω στο καντάρι αυτό που ήθελαν.
Οι υπηρεσίες εμπορίου τακτικά σκαγιαντάριζαν (έλεγχαν) τα εργαλεία ζύγισης αν ζυγίζουν σωστά και τιμωρούσαν αυτούς που είχαν προβεί σε διάφορες παρεμβάσεις ως προς την αλλοίωση του εργαλείου με σκοπό την μη σωστή ζύγιση. Οι κανταριτζήδες, κατά αυτό τον τακτικό έλεγχο, πλήρωναν ένα μικρό ποσό, ως φόρο μέτρων και σταθμών, στην υπηρεσία ελέγχου σταθμών και μέτρων. Σε περίπτωση που τους συλλάμβαναν να κλέβουν λόγω παραποίησης των εργαλείων, τότε το καντάρι κατασχόταν, και όχι μόνον αλλά πλήρωναν και τσουχτερά προστήματα. Σε πολλά καντάρια οι κατασκευαστές ασφάλιζαν τον βραχίονα που κινείτο το βαρίδι και τοιουτοτρόπως αυτό δεν μπορούσε ν’ αφαιρεθεί, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τις υπηρεσίες. Όμως αυτοί παρέμβαιναν στο άγκιστρο που ένωνε το βαρίδι με την βάση που κινούταν στον βραχίονα και έτσι έκλεβαν όπου μπορούσαν.

Λαογραφία:
Μαρτυρία κανταριτζή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης:
“…πήρα το καντάρι και το κανταρόξυλό μου, που ήτανε του μακαρίτη του πεθερού μου στον ώμο το τράστο μου με το κολατσιό μου, την μποτίλια με το κρασί και τους κλέφτες μου και κίνησα να πάου στ’ αλώνια του τάδε χωριού (….) να βγάλω κι εγώ του λόγου μου μεροδούλι. Είχε περάσει του Σταυρού και περιμένανε στο χωριό πως και πως τον έμπορα να πάρει τις σταφίδες. Μόλις έφτασα στο χωριό και το έμαθε ο έμπορας, έστειλε ένα παιδί και με βρήκε και πήγα στο καφενείο εκεί που νταραβεριζότανε με τους σταφιδάδες. Μόλις εμπήκα μέσα με χαιρέτησε και παρήγγειλε στο μαγαζί να με κεράσει. Μεγάλη μάρκα ο μπαγάσας έπαιζε το μάτι του σαν την αστριτοχιά. Είχαμε ξανακάνει νταραβέρι και με μια ματιά σε έβανε στ’ αυλάκι. Κόντευε το κολατσιό, εγώ παράγγειλα ένα ούζο και εκείνος την ώρα που τον χαιρέτησα μου έκλεισε πονηρά το μάτι, τότενες κι εγώ εμπήκα αμέσως και λέω από μέσα μου εδεπά σ’ έχω πουτσούλα μου, σήμερα θα τα ’κονομήσω. Δεν πρόκανα να πιώ το ούζο με κέρασε και ένας σταφιδάς, χαιρέτησα και εκείνονε και ο έμπορας μου είπε αν μπορώ να πάω να ζυγίσω. Εγώ του είπα:
-Ευτούνη είναι η δουλειά μου και τι λες ότι ήρθα εδώ για χαμολόϊ;
Κινήσαμε πήγαμε στα αλώνια όξω από το χωριό και ζυγίζαμε τα σακιά και τα φορτώνανε στα κάρα εγώ έκανα ότι τάχατις σκαγιαντάριζα το καντάρι μου. Έβαλα τον μικρό κλέφτη και ζύγιαζα καλά. Τηράγανε οι σταφιδάδες και εγράφανε με το τεμπεσίρι απάνου σ’ ένα σανίδι τα πέζα. Ο έμπορας που είχε δέσει την γαϊδούρα του, δεν τήραγε μπίτι λες και δεν αγόραζε ευτούνος. Μόλις κοιτέψαμε, ο έμπορας μου έκανε νόημα. Τότενες κι εγώ μπήκα, ήτανε σαν να μου έλεγε, φύγε και βγες μπροστά μακριά από το χωριό και εγώ θα σε βρω. Έκαμα λογαριασμό με τους σταφιδάδες που ζυγίζαμε, με πληρώσανε με το παραπάνου και πήρα το καντάρι, το κανταρόξυλο και το τράστο μου και έφυγα. Τράβηξα πάρα κάτου και σταμάτησα στην βρύση που είναι κάμποση ώρα μακριά από το χωριό και απάνου στον δρόμο. Κάποτις ξαναφάνανε τα κάρα που ερχόσαντε αργά φορτωμένα μπαλαούρο. Μόλις φτάσανε στην βρύση σταματήσανε για λίγο ήπιανε νερό και μετά πάλενες κινήσανε για τον Πύργο. Ο έμπορας, που ήτανε αϊτός κι ήξερε πόσο τον είχα ωφελημένο, έμεινε ξοπίσω με ζύγωσε, μου γέλασε ο μπαγάσας, με κέρασε ένα τσιγάρο και μετά έβγαλε ένα πεντακοσάρικο κολαριστό – κολαριστό και που το έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού μου. Και μου λέει: -Αύριο θα πάω στο τάδε χωριό, αν δεν έχεις αλλούθε δουλειά, έλα να νταραβεριστούμε πάλενες. Εγώ του είπα εντάξει, τι να του έλεγα, τώρα που βρήκα νταραβέρι να ειπώ όχι; Και έτσι την άλλη μέρα πάλενες ξανανταμώσαμε με τον κολέγα μου και δώστου να ’χει. Την ίδια δουλειά κάναμε και με τα γεννήματα όταν πάγαινε τον αλωνάρη ουλούθε στα χωριά και μάζωνε στάρια, βρώμες και κριθάρι, για να με προτιμάνε οι χωριάτες εγώ τους έπαιρνα πολύ λιγότερα από τους άλλους, αλλά δεν νογάγανε, άσε που με κερνάγανε και με ταΐζανε καλά, τάχατις να τους προσέξω στο ζυγολόι, αλλά το μαύρο φίδι που τους έτρωγε. Τι στο διάβολο να έκανα νηστικός ήμουνα τήραγα να ταΐσω την κουρουνιά μου, μα εκείνος του λόγου του σκατά στην ψυχή του, δεν είχε ανάγκη, να τώρανες και τι έκαμε; Τώρανες γίνανε ούλα μπούλμπερη”

Όταν κάποιοι είχαν διενέξεις, ή όταν κάποιος προέβαινε σε κάποιο κακό έλεγαν: «Ααα..! ρε κανταρόξυλο που του χρειάζεται!» Δηλαδή να τον τιμωρήσουν κτυπώντας τον με το κανταρόξυλο που είναι σκληρό και δεν σπάζει εύκολα.
Για κάποιον που ήταν τρελούτσικος λέγανε: «Τούτος σάμπως ζυγίζει από τις ελαφριές!» Επίσης «καντάρι» αποκαλούσαν και τον σταθερό και συνεπή άνθρωπο λέγοντας: «Αυτός είναι καντάρι!» Όποιος καταλάβαινε το βάρος ενός αντικειμένου, προτού το ζυγίσει, γι’ αυτόν έλεγαν: «Καντάρι το χέρι του!»

Καντάρι ονόμαζαν με μια λέξη και το αρσενικό παιδί. Όταν κάποιος ρωτούσε άλλον για τα παιδιά πολλοί έλεγαν τα αγόρια καντάρια. Και αυτό γιατί το καντάρι ομοιάζει σαν τα γεννητικά όργανα του άνδρα. Το βαρίδι παρομοιάζεται με τους όρχεις και η βέργα (βραχίονας) με το πέος. Ενώ τα κορίτσια τα έλεγαν «σχιζοφύλλες». Όποιο σπίτι είχε μόνο αρσενικά παιδιά το έλεγαν κανταρόσπιτο. Κανταροπούτσης λεγόταν και αυτό που είχε μεγάλο πέος.

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στο ζύγισμα:

Αλίμονο σε εκείνον που δεν ξέρει από καντάρι.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η μαυρομυτίτσα.
Άλλα λέει η ζυγαρίτσα κι άλλα γράφει η χερίτσα.
Απ’ όλα τα κακά η φτώχεια ζυγίζει ελαφρότερα.
-Βλέπεις στραβέ; -Βλέπει ο Θεός!
Δικό σου το καντάρι, γιομάτο το αμπάρι, ξένο το καντάρι, άδειο το αμπάρι.
Η ζυγαριά δεν κλέβει, ο αφέντης της κλέβει.
Η κοινωνία είναι το χειρότερο καντάρι.
Λέγε μου τον πόνο σου για να τον ζυγιάσω.
Με το καντάρι αγόραζε και πούλα με την παλάντζα.
Μόνος σου ζυγιάζεις, μόνος σου λογαριάζεις.
Νογάει ο κανταρτζής!
Ο γέρος και ο νιος σε μια ζυγαριά δεν πάνε.
Ο πόνος και το βάσανο σε μια ζυγαριά ζυγίζονται.
Ο τυλωμένος δεν ζυγίζεται με τον νηστικό.
Ότι ζυγίζεται πληρώνεται.
Ότι πάρεις από την Βολάντζα (σημ. Αλφειούσα Ηλείας), θα σε φάνε στην παλάντζα!
Ότι πει ο σιδερομούτρης (το καντάρι)!
Παλιά λόγια άκουσε, καινούρια ζυγισέτα.
Πούλα κρασί, κρέας και λάδι και το νου σου στο καντάρι!
Πρώτα στο καντάρι και μετά στο γομάρι.
Σπίτι χωρίς καντάρι, κοπάδι δίχωτις κριάρι!
Στο αφεντικό του το καντάρι κάνει την χάρη.
Τα λόγια του καντάρι.
Τα σεμπρικά κι αν ζυγιαστούν, πάλι ίσα δεν είναι.
Χίλια τα λόγια στο παζάρι, αλλά λίγα στο καντάρι!

Ο αγαπητός φίλος μου Γρηγόρης Γιαννακόπουλος, τότε που εργαζόμαστε να στήσουμε το Μουσείο της Αγίας Μαύρας, την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018, μου είπε ένα ωραίο για κάποιο πολιτικό που εμπλέκεται και το ζύγισμα: «Εζυγίσθης, εμετρήθης και ευρέθης λιποβαρής!
Ονοματολόγιο: Κανταρτζής, Καντάρης, Κανταρατζίδης, Κανταρατζόπουλος, Κανταρατζάκης, Στατέρης, Στατερίδης, Στατερόπουλος, κ.ά.

Ένα λογοπαίγνιο που κυκλοφορούσε παλιότερα και ανέφερε το καντάρι, σήμερα έχει χαθεί τελείως:
«Χίλια καντάρια σίδερο, πόσα βελόνια φκιάνει;»
Και η απάντηση ήταν:
«Δος μου τον ουρανό για χαρτί, τη θάλασσα για μελάνι, να κάτσω να λογαριαστώ πόσα βελόνια βγάνει!»

Φώτο από το διαδίκτυο

ΚΑΡΕΚΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΚΛΑΔΕΣ….!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Η καρέκλα είναι ένα έπιπλο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα κυρίως στο τραπέζι για να κάθεται ένα άτομο. Οι καρέκλες υποστηρίζονται συχνότερα από τέσσερα πόδια ένα κάθισμα και μια πλάτη όπου την απαντούμε με διαφορετικά σχέδια και σχήματα. Το σχήμα της καρέκλας ήταν τέτοιο, ώστε να στηρίζει το σώμα μας και να παίρνει τη σωστή θέση του σκελετού (θέση ορθής γωνίας) όταν καθόμαστε, ώστε ν’ αναπαύεται το σώμα, σε τέτοια θέση ώστε να αποφεύγονται τα προβλήματα υγείας, που δημιουργούνται από την μη σωστή στάση του σώματος. Πιο παλιά στα σπίτια, υπήρχαν συνήθως λίγες καρέκλες, που χρησιμοποιούνταν περισσότερο σε γιορτές και σε διάφορα ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα, για να κάθονται οι επισκέπτες. Αν ήταν πολλοί και δεν επαρκούσαν τα καθίσματα τότε χρησιμοποιούσαν καθιστικούς πάγκους, σκαμνιά, κασέλες, κρεβάτια και μπαούλα που υπήρχαν μέσα στο σπίτι.

Τα πιο παλιά χρονιά μαζί με τους ξύλινους πάγκους, οι απλές καρέκλες ήταν τα επίσημα τραπεζοκαθίσματα της φτωχολογιάς των καφενέδων, της ταβέρνας των εκκλησιών, των δημοσίων χώρων κ.ά.

Υλικά κατασκευής:

ΚΑΠΟΝΙΑ

Λαογραφική συλλογή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, η παραδοσιακή οικόσιτη πτηνοτροφία, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε για να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες και να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί διάφορα προϊόντα που προέρχονται από αυτή. Επί το πλείστον βασίστηκε στην ολιγάριθμη αναπαραγωγή και εκτροφή κυρίως πουλερικών και κατά ένα μικρότερο μέρος στις γαλοπούλες, στους κύκνους, στα χηνιά 1*, στα παπιά, στις φραγκόκοτες, 2* και τελευταία έχει επιδοθεί σε διάφορες διασταυρωμένες ξενόφερτες ράτσες όπως χηνόπαπια, αγριόπαπια κ.λπ. ακόμη όπως γνωρίζουμε πολλοί εκτροφείς ασχολούνται με την εκτροφή αγρίων πτερωτών θηραμάτων, όπως φασιανούς, πέρδικες και ορτύκια.

Εξ’ αυτών των οικόσιτων εξημερωμένων πτηνών ο κάθε εκτροφέας, αποσκοπούσε να λαμβάνει κυρίως το κρέας, τ’ αυγά, τα πούπουλα και τα νύχια των. Συνήθως η εκτροφή τους γίνεται κατά κοπάδια και σε πολύ εξαίρετες περιπτώσεις μεμονωμένα.

Επειδή στα κοπάδια που διατηρούσε η κάθε οικογένεια, τύγχανε να υπάρχουν αρκετά αρσενικά 3*, πέραν της αναλογίας (ένας κόκορας για έξι κότες) κυρίως κοτόπουλα ή γαλόπουλα, και η συμβίωση μεταξύ των κατά την ενηλικίωση των ήταν επώδυνη και μη συμφέρουσα, έπρεπε να οι εκτροφείς να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

Δηλαδή όταν ενηλικιωνόταν τα κοκορόπουλα, τότε άρχιζαν να κοκορεύονται (δηλαδή να προβαίνουν σ’ ερωτικές περιπτύξεις με τις κότες και εφόσον ήταν μεγάλος ο αριθμός των αρσενικών τότε μεταξύ των άρχιζε ένας πόλεμος, οι ονομαστές κοκορομαχίες. Αυτές γίνονταν για το ποιος εξ αυτών θα υπερισχύσει για να ζευγαρώσει με τις κότες. Το αποτέλεσμα αυτών των μαχών ήταν να αλληλοεξοντώνονται, αλλά και έπειτα από τις συνεχείς ερωτοτροπίες ν’ αδυνατίζουν υπερβολικά και να μην έχουν κρέας και τέλος να μην είναι εμπορεύσιμα.

Σταδιακά ο άνθρωπος για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα που τον βασάνιζε και η εκτροφή απόβαινε πλέον ασύμφορη η εκτροφή, προέβη στον ευνουχισμό (καπόνιασμα), δηλαδή του αφαιρούσε τους όρχεις.

Η τέχνη του καπονιάσματος, ήταν μια ειδική λεπτή χειρουργική επέμβαση, εντός του σώματος των πτηνών όπου αρκετοί εκτροφείς δεν την γνώριζαν, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, τα οποία έχουν σχεδόν εξωτερικά τους όρχεις των και ο ευνουχισμός (κοιν. μουνούχισμα) σχετικά είναι εύκολος.

Όταν το νεαρό κοκορόπουλο άρχιζε να λαλεί και να ερωτοτροπεί, ήταν ήδη έτοιμος ηλικιακά να ζευγαρώσει. Τότε συνέχεια λαλεί και με μια τεχνική επίδειξης ή υπερίσχυσης, πλησίαζε τις κότες και αφού έγερνε το σώμα του δεξιά ή αριστερά σήκωνε επιδεικτικά την φτερούγα του από την αντίθετη πλευρά δείχνοντας υπερίσχυση έναντι των άλλων.

Ο εκτροφέας δεν ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθεί, ότι ήταν ήδη καιρός να τον ευνουχίσει (καπονιάσει). Τα κοκορόπουλα που τα ετοίμαζαν για καπόνια συνήθως τα έβγαζαν τον μήνα Μάρτη (Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο καπόνι). Το καπόνιασμα γινόταν όλες τις εποχές αλλά η κατάλληλη εποχή ήταν κατά τους θερινούς μήνες. Μετά από τρεις – τέσσερις μήνες από την εκκόλαψή τους, οι νεοσσοί προερχόμενοι από τις ντόπιες φυλές (ράτσες) ήσαν έτοιμα να λαλήσουν. Τότε έπιαναν τον κοκορόπουλο και αφού είχε αφεθεί από την προηγούμενη μέρα νηστικό, το αναποδογύριζαν, έπλεκαν μεταξύ των τις φτερούγες του, άνοιγαν τα πόδια του για να το κρατάνε σταθερά με τα δυο χέρια τους και το κεφάλι του το έβαζαν μέσα σε μια κάλτσα. Αφού το σταθεροποιούσαν, τότε ο καπονιάρης αναλάμβανε το μουνούχισμα. Με μια λεπίδα έσχιζε την κοιλιά του λίγο πιο από εκεί που τελειώνει το πίσω μέρος του στήθους του, έκανε μια κάθετη τομή προς το σώμα του πτηνού, και με τα δυό του δάκτυλα έψαχνε το εσωτερικό της κοιλιάς του και αφού εντόπιζε τους δύο όρχεις τους τραβούσε και αυτοί ναι μεν αποκόπτονταν εύκολα, αλλά ο πόνος του κοκορόπουλου ήταν αβάστακτος. Εκείνη την στιγμή αυτός που το κρατούσε έπρεπε να δίδει μεγάλη προσοχή και σταθερότητα μέχρι να τελειώσει η χειρουργική επέμβαση. Μόλις απόκοπτε τους όρχεις, τους αφαιρούσε από το εσωτερικό της κοιλιάς του και συνέχεια με βελόνα και κλωστή έραβε προσεκτικά την τομή και επάνω έριχνε ένα μίγμα σκόνης που αποτελούταν από γαλαζόπετρα (σκόνη χαλκού) και στάχτη από κορμό δρυς ή από φλούδα ιτιάς, ή καπνιά από τζάκι.

Η στάχτη πρέπει να ήταν παραγωγή της ίδιας ημέρας και να είναι κάπως ακόμη ζεστή.

Μετά από αυτό, για να γνωρίζει πιο είναι καπόνι, το σημάδευε με διαφόρους τρόπους, όπως κόψιμο με ψαλίδα το μπροστινό μέρος από το επάνω ράμφος, κόψιμο μέρος του λειριού, κόψιμο των νυχιών από τα πόδια ή και τα χώριζαν σε διαφορετικό κοπάδι από τα υπόλοιπα, που έκτρεφαν για αναπαραγωγή.

Όταν τελείωνε το καπόνιασμα, τα έβαζαν μέσα σε καλαμένιες καπονέρες για μια εβδομάδα περίπου όπου το δάπεδο που τοποθετούσαν την καπονέρα 4* ήταν στρωμένο με αρκετή στάχτη, ίδια σαν αυτή που την χρησιμοποιούσαν ως απολυμαντικό κατά το ράψιμο της τομής, ούτος ώστε όταν καθίσει κάτω το κοκορόπουλο να μην μολυνθεί από διάφορα μικρόβια.

Το όρχεις που τους έκοβαν τους έβαζαν μέσα σε νερό για να μην ξηραθούν, ή μήπως πιάσουν διάφορα μικρόβια και τα καπονιασμένα κοκόρια τα άφηναν δυο μέρες νηστικά και μετά τους έκοβαν ανάλογα με το μέγεθος τους όρχεις δύο με τρία κομμάτια και τους τα έδιδαν για τροφή.

Μετά από δύο εβδομάδες περίπου όταν έκλεινε η πληγή τους έκοβαν τα ράμματα και άρχιζε η εκτροφή με ενισχυμένες τροφές, όπως με σκύβαλα, ακρίδες και με αποφάγια, που ήσαν εμπλουτισμένες σε πρωτεΐνες. Με την μέθοδο του καπονιάσματος (ευνουχίσματος) απέβλεπαν στην αυξημένη παραγωγή κρέατος και την αποφυγή των κοκορομαχιών για λόγους ζευγαρώματος.

Επίσης, οι πολλαπλές και συνεχόμενες κοκορομαχίες για την πλήρη επικράτηση στο κοπάδι, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Πολλές φορές, κατά την μεταξύ τους διαμάχη, πληγώνονταν σοβαρά και αρκετές φορές κατέληγε και στον θάνατο μερικών εξ’ αυτών. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο που άρχιζαν οι εμποροζωοπανήγυρεις τα καπόνια ήσαν έτοιμα προς σφαγή και εμπορεύσιμα. Τότε οι ιδιοκτήτες τα μετέφεραν στον χώρο της διεξαγωγής του πανηγυριού και τα πωλούσαν ή τα αντάλλασαν με άλλα προϊόντα.

Ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:

«Στου παιδιού μου την χαρά,

έσφαξα ένα κόκορα,

κι έφαγαν εννιά νομάτοι

κι έμεινε κι ένα κομμάτι…»

Δικαίως ο τραγουδοποιός, μ’ αυτό το ωραίο τραγούδι, θέλει να μας δώσει μια εικόνα για το πόσο κρέας μπορούσε να παράγει ένας κόκορας, ντόπιας και μικρόσωμης ράτσας. Αν βέβαια υπολογίσουμε ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν υβρίδια και διασταυρώσεις φυλών, για την παραγωγή περισσότερου κρέατος πουλερικών.

Όταν γινόταν κάποια εμποροζωοπανήγυρη, έπιαναν τα καπόνια, τους έδεναν τα δυο πόδια τους με κουρέλι, και ποτέ με σχοινί, για να μην σφίγγει τα πόδια. Μετά τα έδεναν ανά ζευγάρι και τα κρεμούσαν πάλι από τα πόδια, στα κολιτσάκια των αλόγων, και τα μετέφεραν στον χώρο των πανηγυριών για πώληση ή τράμπα (ανταλλαγή μ’ άλλα προϊόντα).

Σήμερα όποιος νεαρός άνθρωπος ή οικόσιτο ζώο είναι παχύ τότε το ονομάζουν “καπόνι”, με τον εξής τρόπο:

-«Αυτός είναι καπόνι ή θρεφτάρι!».

-Όταν κάποιος πάχαινε υπερβολικά έλεγαν: «Αυτός έγινε καπόνι!», «Τον έκαμε καπόνι!»

- «Σε θρέφω σαν καπόνι» για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

-Όταν κάποια γυναίκα διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν σεξουαλικά ανίκανος, και σχεδίαζε να τον χωρίσει, απαντούσε στις ανάλογες ερωτήσει: «Σιγά μη μου λείψει το καπόνι!»

Λεξιλόγιο:

-Καπονιάρης- καπονιάρισσα, = αυτός –η που γνώριζαν την τέχνη του ευνουχισμού των κοκοριών (καπόνιασμα).

-Καπονιάρικο ή καπονιασμένο το, = το μουνουχισμένο κοκορόπουλο.

-Καπόνια τα, = το κοπάδι των μουνουχισμένων κοκοριών, δηλαδή το σύνολον των καπονιών.

-Καπονέρα = πτηνοτροφικό εργαλείο για την ασφαλή φύλαξη ή μεταφορά μικρών και μεγάλων πουλερικών ή και μικρόσωμων οικόσιτων ζώων, (ιδιωμ.) η χοντρή γυναίκα.

-Καπονιαρίστρα η, = μια κατασκευή από σανίδες και δερμάτινες λωρίδες όπου εκεί επάνω έδεναν το κοκορόπουλο για να στέκεται ακίνητο για να γίνει η χειρουργική επέμβαση (το καπόνιασμα).

-Καπόνα η, = (ιδιωμ.) γυναίκα που έκανε διάφορα μάγια για να επιτύχει την σεξουαλική ανικανότητα των ανδρών.

-Καπόνι, είδος ψαριού (Chelidonichthys obscurus - Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός), είναι ένα επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι. Το μήκος του κυμαίνεται γύρω στα 20 cm με μέγιστο μήκος που φτάνει και τα 40 cm.

-Καπόνι, ξύλο ή σίδερο, που εξέχει από τα πλαϊνά πλοίου για τη στερέωση ή ανάρτηση αντικειμένου (καπόνι για το κρέμασμα της βάρκας).

-Καπονιάστηκε = μουχίστηκε.

Ονοματολόγιο:

Καπώνης, Καπωνίδης, Καπωνάκης, Καπόνος, Καπόνας, Καπονέρας, Καπωνίτσας, Καπονιάρης.

Δημοτικό τραγούδι:

Κλέφτες μπήκαν στα κατώγια

και μου ’κλέψαν τα καπόνια,

τα καπόνια μου τα καημένα

μαύρο αλλοίμονο σε μένα!

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:

-Αλλοίμονο απ’ τα καπόνια, που ποτέ τους δεν γερνάνε!

-Ήθελε παγώνι και τον τάγισαν καπόνι!

-Ήρθε του Αγιαντώνη, έφαγε κι φτωχολογιά καπόνι!

-Και μετά σου λέγουν, πως είναι δέντρα τα βασιλικά και τα καπόνια αρσενικά;

-Καπονάκι σα λαλήσει ακαμάτη θα ξυπνήσει!

-Καπόνι χωρίς λειρί κακαρίσματα δεν ξέρει!

-Καπόνια αρμέγεις γιόκα μου; Θα σου χυθεί το γάλα!

-Κόκορας μουνουχισμένος, νοικοκύρης τυλωμένος!

-Κόκορας χωρίς λειρί, ποτέ του δεν γαμεί!

-Μόνος σου παινεύεσαι; Σαν μουνούχι κοκορεύεσαι!

-Όποιος καπονιάζεται, για μουνί δεν νοιάζεται!

-Όποιος δεν έχει κασόνια, δεν φκειάνει καπόνια!

Σημειώσεις:

1*Τα χηνιά (χήνες) οι περισσότεροι εκτροφείς τις χρησιμοποιούσαν για τα πούπουλα όπου από αυτά κατασκεύαζαν στρώματα και μαξιλάρια. Επίσης πολλοί τα έκτρεφαν και τα χρησιμοποιούσαν ως κυνηγούς διότι αυτά σκοτώνουν, ποντίκια και φίδια που ήσαν επιβλαβή στην υπαίθρια διαβίωση.

ΚΑΨΑΛΗΣ ή ΚΑΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΨΑΛΙΣΜΑ ΤΩΝ ΧΩΡΑΦΙΩΝ!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ένα από τα παλιά επαγγέλματα που μας είναι τελείως άγνωστα και έχουν χαθεί ήταν και αυτό του καψάλη ή καψή.

Στην Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο, εντοπίζουμε πολλές οικογένειες με αυτό το επίθετο. Το Καψής προέρχεται από το αγροτικό επάγγελμα του καψή. Ο καψής ή καψάλης ήταν ο ειδικός άνθρωπος να βάζει φωτιές σε καλαμιές και να κάνει αντιπύρια (αντιπυρικές ζώνες με την βοήθεια της φωτιάς), κατά τις μη ελεγχόμενες πυρκαγιές. Στην τουρκική γλώσσα kapsal ή kapsali σημαίνει ο κοινοτικός, ο δημόσιος.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates