Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Κατά την εορτή των Αγίων Σαράντα στις 9 Μαρτίου, εκείνη την ημέρα οι παλαιότερες νοικοκυράδες έσπερναν τα βασιλικά, τις τζίνιες, τα τσετσέκια, τα γαρύφαλλα και όλα τα σπόρια των λουλουδιών, στις γλάστρες και στους μπαξέδες τους.
Επίσης τ’ ανύπαντρα κορίτσια μαζεύονταν όλα μαζί για να παρασκευάσουν τηγανίτες. Σ’ αυτή την διαδικασία έπρεπε να συμμετάσχουν όλες, και άλλη έβαζε το αλεύρι, άλλη το νερό, άλλη το αλάτι, άλλη το λάδι, άλλη την κανέλα, άλλη έπλενε το τηγάνι, άλλη έπλενε την κουτάλα, άλλη έβαζε το τηγάνι, άλλη την πυροστιά, άλλη τα ξύλα, άλλη την κουτάλα, άλλη την μασιά, άλλη τις έβγαζε, άλλη τις μέλωνε, άλλη τις σερβίριζε κ.λπ. και παρασκευάζανε 40 κομμάτια τηγανίτες. Μόλις ετοίμαζαν το ζυμάρι και ήταν έτοιμο πλέον για το τηγάνι, τότε μια – μια, με την σειρά την ώρα που τις έριχναν στο λάδι, της έδιναν κι από ένα όνομα ενός παιδιού (αγοριού) του χωριού, που μάλλον είχαν στην σκέψη τους. Αυτή η διαδικασία γινόταν πάντοτε το βράδυ. Μόλις τις τηγανίζανε, η κάθε μια έτρωγε από μία και έπειτα πήγαιναν να κοιμηθούν στα σπίτια τους. Όποιο παιδί (αγόρι) έβλεπαν στον ύπνο τους, εκείνο ήταν το τυχερό τους να το πάρουν για άνδρα τους.
Ένα άλλο που παρασκεύαζαν εκείνη την ημέρα και που ήταν για την υγεία και για φάρμακο, ήταν τα σαράντα (40) ειδών ντόπια λάχανα (χορταρικά) το περιώνυμο Σαρανταβότανο. Μάζευαν 40 διαφορετικά λάχανα από σαράντα διαφορετικά χωράφια, τα καθάριζαν τα έπλεναν και τα μαγείρευαν και τα έτρωγαν ή έπιναν το ζουμί τους, για να μην τους πιάνει πονοκέφαλος όλο τον χρόνο, και γενικά για την υγεία του οργανισμού τους.
Αυτά τα λαχανικά ήσαν η αγκινάρα, το αντίδι, η αφαλαρίδα, ο άνιθος, ο βολβός, το βοϊδόλγωσσο, η βρούβα, η γαλατσίδα, ο δυόσμος, ο ζοχός, η κατσουκαπινιά, η καούσα, η καυκαλίδα, το κατουρλόχορτο, το λάπατο, το λεβιθόχορτο, η μολόχα, ο μάραθος, το μυρώνι, η οβριά, η παπαρούνα, το πεντάνευρο, το πολυκόμπι, το πράσο, η πλατομαντήλα, το πλεμονόχορτο, η ρίγανη, το ραδίκι, το σινάπι, το σέσκλο, το σέλινο, το σπανάκι, το σκορπιδόχορτο, το σπαράγγι, το σκόρδο, το σκολιάμπρι, το φλουσκούνι, το φονόχορτο, το χαμολεύκι και το χαμομήλι.

Λέξεις με α΄ συνθετικό την Τουρκιά που καλά κρατεί…!

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την διεξαγωγή της έρευνας εδώ, συλλογή και καταγραφή λαογραφικών θεμάτων, συναντάμε λέξεις, ονομασίες κ.λπ. που είναι σύνθετες με πρώτο συνθετικό που δηλώνει, τούρκικη προέλευση ή κάτι σχετικό με την Τουρκιά.

Οι περισσότερες από αυτές, είναι λέξεις που έφτιαξαν οι ραγιάδες και έμειναν ως κατάλοιπα της πολύχρονης τουρκοκρατίας στον τόπο μας.

Επίσης πολλά τοπωνύμια έχουν λάβει και αυτά την ονομασία από την εποχή της τουρκοκρατίας, όπου ήσαν υπό την ιδιοκτησία ή χρήση των Τούρκων.

Όλες αυτές τις λέξεις έμειναν τόσα χρόνια μετά και θα είναι δύσκολο να αποβάλουμε από την γλώσσα μας.

-Βρωμότουρκος, ο = ο άπιστος, ο εχθρικός άνθρωπος.

-Ευρωπαϊκή & Ασιατική Τουρκία, = η Τουρκία είναι η χώρα που υπάρχει σε δύο Ηπείρους, την Ασιατική στην Ασία και την Ευρωπαϊκή στην Ευρώπη και τις χωρίζει ο Βόσπορος

-Μισότουρκος, ο = αυτός που έχει γονείς από διαφορετικά Έθνη, από το ένα να είναι Τούρκος.

ΜΑΤΑΡΑΤΣΙ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι και πριν 50 χρόνια περίπου προτού ακόμα η βιομηχανοποίηση παραμερίσει την οικοτεχνία, οι άνθρωποι μόνοι τους κατασκεύαζαν διαφόρων ειδών εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Ένα εξ αυτών ήταν και το ματαράτσι. Αυτό ήταν ένα υφαντό, δηλαδή σάκος υφασμένος στον αργαλειό, και ραμμένος όπου τον χρησιμοποιούσαν για διάφορες ανάγκες των κατοίκων της κυρίως της υπαίθρου.

Για να κατασκευάσουν ένα ματαράτσι το ύφαιναν κυρίως με σπάρτο. Αυτά συνήθως ήταν μεγάλοι σάκοι που τα χρησιμοποιούσαν ως σάκους μεταφοράς που χωρούσαν περίπου 80 οκάδες και τα μεγαλύτερα τα χρησιμοποιούσαν, ως στρώματα ύπνου.

Αυτό που ύφαιναν υπολόγιζαν το επιθυμητό μήκος που ήθελαν για το ανάλογο σακί και εκεί που τελείωνε έκοβαν το στημόνι. Στημόνι είναι οι κλωστές όπου ενδιάμεσά τους περνάει η σαΐτα του αργαλειού με το υφάδι και υφαίνεται το βιλάρι. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά που χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες. Το στημόνι ήταν από μαλλί προβάτου, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα ή σπάρτο όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Έπειτα έπαιρναν το βιλάρι που είχαν, αφού πρώτα έδεναν, ανά ζεύγος κόμπους τις κλωστές του στημονιού, για να μην ξεφτίσει.

ΛΥΤΑΡΙ ή ΛΥΤΑΡΑΚΙ…!

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Πολλές φορές στην καθημερινότητα και κατά τις διαχρονικές λαογραφικές και ιστορικές καταγραφές που έχουμε πραγματοποιήσει, όσοι ήθελαν ή θέλουν ν’ αναφερθούν για κάποιο μικρό και ψιλό σχοινί ή σχοινάκι το αναφέρουν ως λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι.

Αυτή η ονομασία λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι δυστυχώς δεν πρέπει να προσδιορίζει, κανένα σχοινάκι μικρού μεγέθους. Η ονομασία έχει προσδιοριστεί λανθασμένη και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και ν’ αναμεταδίδεται ως έχει.

Λυτάρι, λυταράκι ή απολυτάρι λέγεται το οικόσιτο ζώο το οποίο, έχει ξεφύγει της προσοχής του ιδιοκτήτη, ή έχει ξεκόψει από το κοπάδι ή έχει λυθεί από το σχοινί που το έδεναν για να βοσκήσει στην ύπαιθρο. Η λέξη προέρχεται από το λύσιμο, λυτό, αυτό που δεν είναι δεμένο, αυτό που λύθηκε, το ελεύθερο, το μη περιορισμένο.

ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.

Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.

Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.

Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.

Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.

-Με ποιους είσαι ρεεέ…;

Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:

-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;

Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.

-Με ποιους είσαι ρε…;!

-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;

Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.

Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.

Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.

-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates