Μια από τα πιο κοπιαστικές καλοκαιρινές εργασίες της υπαίθρου, μέχρι την δεκαετία του 1980 μετά τον θέρο, ήταν και η μεταφορά των δεματιών ή λιμαριών των θερισμένων γεννημάτων από το χωράφι στο αλώνι. Θυμάμαι μικρός παιδί του δημοτικού σχολείου, ότι μετά τον θέρο άρχιζε το κουβάλημα, δηλαδή η μεταφορά των λιμαριών.
Τα δεμάτια ήσαν ορισμένου όγκου. Όταν θέριζαν τα σπαρτά τα έφτιαχναν χεριές, Την χεριά την άφηναν πίσω στο θερισμένο επάνω στις όρθιες θερισμένες αποκαλαμιές.
Ο νοικοκύρης του χωραφιού, είχε εντοπίσει που υπήρχαν αναπτυγμένα φυτά ή και άγρια σίκαλη, που αναπτυσσόταν και γινόταν ψηλότερη από τα σπαρτά και τα ξεκόλωνε (ξερίζωνε) τα έφτιαχνε μικρά δεμάτια και αφού τα μπούχιζε (κατάβρεχε) με νερό τα σκέπαζε. Αυτά μετά από λίγη ώρα λούρωναν (μαλάκωναν) και τα χρησιμοποιούσε για να δέσει τα λιμάρια. Έπιανε καμιά δωδεκαριά καλαμιές, τις χώριζε στα δύο έξι και έξι και τις έδενε μεταξύ τους από το επάνω μέρος κοντά στα στάχια τους, ένα κόμπο και έτσι μεγάλωνε το δεματικό του.