Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΦΥΛΑΧΤΑΡΙΑ ΖΩΩΝ….!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιά οι άνθρωποι, που ήσαν περισσότερο θρησκόληπτοι, και τηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα και τις προκαταλήψεις στο ακέραιο, έφτιαχναν φυλαχτάρια για να προφυλάσσονται από διάφορα κακά.
Πέραν από την προσωπική τους ασφάλεια, για να προφυλαχθούν από τα κακά, κατασκεύαζαν και φυλακτάρια για τα κοπάδια τους κυρίως για τα αιγοπρόβατα και για τα βόδια τους.
Αρχικά οι βοσκοί κρέμαγαν τσοκάνια στα ζώα τους σαν φυλαχτάρια, για να ξορκίσουν δηλαδή τα κακά πνεύματα και να τα προφυλάξουν με τον μαγικό ήχο τους από τις αρρώστιες. Με την μυστικιστική δύναμη του ήχου του, το κουδούνι προστάτευε αρχικά όχι μόνο τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά και τους ιερούς χώρους. Πολύ αργότερα έχασε τις μυστικιστικές του ιδιότητες και κατέληξε απλό ηχητικό εργαλείο.
Αργότερα για να τα προφυλάξουν από τα κακά, έφτιαχναν ένα μικρό σακουλάκι από κατεργασμένο και λαδωμένο δέρμα και μέσα έβαζαν τα εξής: Ένα σπυρί από χοντρό αλάτι, μπαρούτι, ένα σπυρί στάρι, ένα σπυρί λιβάνι, απήγανο, σταυρολούλουδο, κερί από την Μεγάλη Πέμπτη, βαλσαμόχορτο και λαδοσάπουνο. Τα χορταρικά έπρεπε να είναι κομμένα με φεγγάρι. Μετά το έραβαν με κερωμένη κλωνά (κλωστή πασαλειμμένη με κερί) και το σφράγιζαν (έκλειναν). Δεν το έραβε ποτέ γκαστρωμένη (έγκυος) γυναίκα ή να βρισκόταν εκείνες τις ημέρες σ’ εμμηνόρροια (περίοδο). Μετά το πήγαιναν στην εκκλησία του χωριού το Σαραντάμερο και το δίνανε στον παπά να το Σαρανταλειτουργήσει. Μερικοί δεν έφτιαχναν από μόνοι τους, αλλά πήγαιναν στα Μοναστήρια και έπαιρναν έτοιμα και διαβασμένα από τους καλογέρους. Λέγανε ότι τα μοναστηριακά ήσαντε καλλίτερα και αγιασμένα.
Όταν Σαρανταλειτουργότανε το πέρνανε και το βάζανε μέσα σ’ ένα τσοκάνι, να είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό και όταν το έβαζαν μέσα, τότε μ’ ένα σφυρί κοπανάγανε τα χείλα του τσοκανιού και το κλείνανε. Μετά φτιάχνανε μια καλή και γερή κουλούρα (βεζά), για να μην πέσει και το κουφοτσόκανο και το κρεμάγανε στον λαιμό σε μαρμάρα προβατίνα που δεν γεννάει ή σε κάποιο μουνούχι (κεσέμι), που να μην έχει ερωτικές ορμές. Ήτανε μεγάλη αμαρτία, μαγάρα και γρουσουζιά να πέσει ή να χαθεί το φυλαχτό από το κοπάδι. Αυτός που κρέμαγε το τσοκάνι με το φυλαχτάρι, έπρεπε να ήτανε καθαρός, να έχει εκκλησιαστεί και μετά την λειτουργία να μην έχει πάει με γυναίκα (συνουσιαστεί).
Το φυλαχτάρι, το βάνανε οι τσοπάνηδες στα κοπάδια τους, για να προφυλάσσονται από τους λύκους, από τα αμπολυτά σκυλιά, τα τσακάλια, τις αλεπούδες, τα κουνάβια, από τα φαρμακερά φίδια, από τα έντομα, από τα αερικά, το σμυριδάκι, την βούζα, από το στούμπωμα ή φουσκολοίλι (φούσκωμα από το πολύ φαγητό), από το φάγωμα δηλητηριωδών χόρτων και προ πάντων από το κακό μάτι.

Φωνές και ήχοι…!

Επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ο Θεός στον άνθρωπο, στα ζώα και στα πτηνά έδωσε μια φωνή για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Αποδεδειγμένα τα ζώα, τα πτηνά, τα ψάρια τα ερπετά και τα έντομα έχουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, που σε μας είναι ακόμη άγνωστοι. Η επιστήμη προσπαθεί, με ότι σύγχρονο μέσον διαθέτει, να ερμηνεύσει (σπάσει) τον κώδικά τους.

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, από την Ηλειακή Πύλο (σημ. Αγραπιδοχώρι Πηνείας), κατάγονταν ο πιο φημισμένος από τους μάντεις της Αρχαίας Ηλειακής Πύλου ο Μελάμποδας που ήταν Αιολίδης την καταγωγή, γιος του Αμυθάωνα και Ειδομένης. Ίσως ήταν ο πρώτος θνητός, στον οποίον εδόθη το χάρισμα της μαντικής. Εξετέθη βρέφος, από την μητέρα του, σ’ ένα σύδενδρο και, ενώ το σώμα του προστατευόταν από σκιά, τα πόδια του έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο και μαύρισε, εξ αυτού το όνομά του Μελάμπους = Μαυροπόδης. Ο Μελάμποδας κατέπληξε και αναστάτωσε τους συγχρόνους του με τα μάγια και τις μαντείες του. Λέγεται ότι κοιμώμενος κάτω από μια τεράστια βελανιδιά στην Πύλο, βγήκαν κάτι φίδια, που ο ίδιος είχε αναστήσει και του έγλειψαν τα αυτιά και τα καθάρισαν τόσο, ώστε άκουγε και εννοούσε τις φωνές των πουλιών από τα οποία μάθαινε τα μέλλοντα που θα συμβούν.

Για τα ζώα όταν μιλούν εμείς λέμε:

Η αρκούδα βρυχάται, μουγκρίζει, αγκομαχάει.

Η γάτα νιαουρίζει.

Ο γάιδαρος γκαρίζει.

Ο λύκος ουρλιάζει, αγουριέται.

Το άλογο χλιμιντράει.

Το βόδι μουγκρίζει.

Το γουρούνι γκουτζουνίζει, γουρλίζει, σκούζει.

Το κοτόπουλο κακαριέται, τσιουρίζει, κοκολογιέται, τσιρίζει.

Το πουλί κελαηδεί, κράζει, σφυρίζει, τιτιτβίζει, χουργουλίζει, σουρλάει, σκούζει.

Το πρόβατο βελάζει.

Το σκυλί και η αλεπού γαυγίζει, κλαφουνίζει, αγουριέται, σκούζει.

Το τσακάλι αγουριέται, ουρλιάζει.

Το φίδι σφυρίζει, σουρλάει.

Τα στοιχεία της φύσης:

Η φωτιά βουΐζει.

Ο άνεμος, σφυρίζει, βουΐζει, μουγκρίζει, αγουριέται.

Ο κεραυνός βροντάει.

Ο σεισμός βουΐζει.

Το ηφαίστειο βρυχάται, βουΐζει, μουγκρίζει, βροντάει.

Το νερό κελαρύζει, βουΐζει, κτυπάει, βροντάει, παφλάζει, σκάει.

Τα χαλάζι κοπανάει, βροντάει, βουΐζει.

Ο άνθρωπος:

Ο άνθρωπος, για να έχει νου χαρίσματα και ιδιοτροπίες, στην φωνή του έχει δώσει τα δικά του χρώματα.

Γνωρίζουμε ότι το γέλιο το κλάμα η χαρά και ο πόνος είναι η παγκόσμια γλώσσα που δεν έχει καμιά παραλλαγή, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρεθούμε, όταν συμβαίνουν αυτά δεν έχουν καμιά διαφορά μεταξύ τους.

Όμως ο άνθρωπος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, έχει δώσει και την ανάλογη ονομασία στην λαλιά του, εδώ αναφέρομαι μόνο για την Ελληνική γλώσσα.

Οι λαλιές αυτές που αρμόζουν σε κάθε περίπτωση, κατεγράφησαν στην Πελοπόννησο:

Αγκομαχάει, αγουριέται, ακουβέντιαστος, αναφέρει, αναθεματίζει, ανακαλεί, απαγγέλει, απαντάει, απολογιέται, απλαδογλωσσίζει, αληθολογάει, βάνει σάλτσα, βγάνει τον σκασμό, βερβερίζει, βλαστημάει, βογγάει, βρίζει, βροντοφωνάζει, βρυχιέται, βουΐζει, γαμοσταυρίζει, γιογλαντίζει, γλυκοκουβεντιάζει, γλυκοκελαηδάει, γελάει, γκρινιάζει, γουρλίζει, γλωσσοτρώει, γλωσσολογάει, γλωσσαμολάει, δεν βγάνει άχνα – κουβέντα – λέξη, δεν αναχαχαράζει, εύχεται, κακογλωσσίζει, καλογλωσσίζει, καταπίνει την γλώσσα του, κελαηδάει, καταριέται, κακαριέται, καρακαξίζει, καταμαρτυράει, κλαίει, κλαφουνίζει, κλαψουρίζει, κορακίζει, κουφοκουβεντιάζει, κρυβολογιάζει, κρυφοκουβεντιάζει, κουβεντιάζει, κουκουβίζει, κράζει, κουσκουζίζει, λαλαγκιάζει, λαλαγκιάζει, λαοπλανεύει, λαλάει, λέει, λογιάζει, λογοδίνει, λογοφέρνει, λογοκρίνει, λογοκλέβει, λογοθετίζει, λύθηκε η γλώσσα του, μαρτυράει, μαυλάει, μετράει, μιλάει, μελετάει, μπαγαποντίζει, μπλαμπάρει, μουγκρίζει, μουρουγκλίζει, μουρμουρίζει, μπλαμπλατίζει, μπουρδολογίζει, μπαλαμουτιάζει, νιρίζει, νταβλίζει, ντραβαλίζει, ξερολέει, ξελέει, οδύρεται, ουρλιάζει, πάει η γλώσσα του ροδάνι, παραμιλάει, παραλέει, πανωλέει, παραλογίζει, παρλάρει, πείθει, πιπιλίζει, πιρπιρίζει, πλαντάζει, πλανολογάει, παινεψαρίζει, παρακαλάει, πολυλογάει, παρακουβεντιάζει, παζαρεύει, πισωκουβεντιάζει, προσεύχεται, παραπονιέται, προλογίζει, ρωτάει, σαχλαμαρίζει, σαχλίζει, σκατολογάει, σκούζει, σκυλοβρίζει, στάζει η γλώσσα του φαρμάκι, σφυρίζει, σουρλάει, συκοφαντάει, σιγοκουβεντιάζει, τάφος στα λόγια, τραγουδάει, τραυλίζει, τσαλαφολογίζει, τσιουρίζει, τσιραγρίζει, τσιρίζει, του αμπολύθηκε η γλώσσα, υστερολιγίζει, φαρμακογλωσσίζει, φαφλατίζει, φλυαρίζει, φουσκολέει, φτηνολογάει, φωνάζει, χαμηλοφωνάζει, χασκογελάει, χαυλιουρίζει, χουρχουλίζει, χουχουλιέται, χοντροκουβεντιάζει, χοντρολέει, ψάλλει, ψελλίζει, ψευτολογάει, ψιλομιλάει, ψευδομαρτυράει, ψευτογελάει, ψευτοκλαίει, ψευτογκρινιάζει, ψευτοκουβεντιάζει, ψιθυρίζει, ωρύεται κ.ά.

Φωνές που υποδύεται ο άνθρωπος:

Ακόμη ο άνθρωπος σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να υποδύεται αρκετές φωνές ζώων και πουλιών γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας νιαουρίζοντας, σφυρίζοντας, κελαηδώντας, βελάζοντας, σφυρίζοντας, χλιμιντρώντας, γκαρίζοντας, κακαρίζοντας, μουγκρίζοντας, κλαφουνώντας, κ.λπ.

ΧΑΙΡΕΤΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Η παροιμιώδης φράση «Χαιρέτα μου τον πλάτανο!», που ανελλιπώς ακόμη και σήμερα ακούγεται, κατά την παράδοση, φαίνεται να την πρόφερε για πρώτη φορά ένας οδοιπόρος.

Παλιά που δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς και τα οδικά δίκτυα ήταν πρωτόγονα, η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με τα υποζύγια (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια).

Πολλοί άνθρωποι, που δεν διέθεταν ζώα για την μετακίνησή τους, τότε επιστράτευαν τα ποδάρια τους και πήγαιναν από κοντινές αποστάσεις μέχρι και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τελευταία για τους νέους που ίσως δεν γνωρίζουν, ένα παράδειγμα ήταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μετά την υποταγή στις Γερμανικές Δυνάμεις κατοχής, οι στρατιώτες μας, από το Μέτωπο, γύρισαν στον τόπο τους με ποδαρόδρομο. Σκεφθείτε τώρα από την Μακεδονία κάποιος να φθάσει στην νότια Πελοπόννησο, πόσα χιλιόμετρα περπάτησε, μέσα σε κακουχίες κ.λπ.

Χάθηκε η Κάπελη για βελάνι…!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Δύο τραυματισμοί!

Εις το χωρίον Κούμπερι του Δήμου Τριταίας ο Ανδρέας Λογοθέτης συνεπλάκη μετά του Π. Σώτου διά διαφοράν ολίγου βελανιδόκαρπου και ο πρώτος ετραυμάτισεν τον δεύτερον δια πιστολίου. Προφθάς όμως ο αδελφός του τραυματισθέντος και πυροβολήσας εξ εγγυτάτης  αποστάσεως ετραυμάτισε τον πληγώσαντα τον αδελφόν του.

Εφημερίδα Πελοπόννησος 18.10. 1897

Η παροιμία στον τίτλο είναι από το βιβλίο του συνοδοιπόρου μου Ηλία Τουτούνη: «333 Ηλιακές παροιμίες» από τις εκδόσεις βιβλιοπανόραμα.

ΧΑΛΙΝΑΡΙ ή ΓΚΕΜΙ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το χαλινάρι ή χαλινό ή και γκέμι (τουρκ. γκὲμ) = χαλινὸς υποζυγίου, καπίστρι, ή και χαβί, λέγεται το εργαλείο που προσαρμόζεται στο κεφάλι του υποζυγίου, προκειμένου να βοηθάει τον αναβάτη να το κατευθύνει και να το ελέγχει.

Το χαλινάρι ή γκέμι απαρτίζεται από τρία μέρη: Πρώτο την «κεφαλαριά», δεύτερον την «χαβιά», και τρίτον τα «τραβηχτά» του χαλιναριού.

Η κεφαλαριά αποτελείται από δερμάτινες λουρίδες πλάτους από 3 έως 3,5 εκ. του μέτρου, συνδεδεμένες καταλλήλως μεταξύ τους, που προσαρμόζονται στη κεφαλή του υποζυγίου. Αυτή αποτελείται από τρία δερμάτινα λουριά, όπως και το καπίστρι. Σε κάποια χαλινάρια πολλοί προσθέτουν ακόμη άλλο ένα πρόσθετο λουρί, το λεγόμενο «μυταράκι» του γκεμιού, που έχει στερεωμένες τις άκρες του στα δυο πλαϊνά λουριά λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του ζώου.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates