Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Το σαμάρι και η ιστορία του

laorafiko mousio antroni 1 septemvriou.2007 001.jpgΆρθρο του Ηλία Τουτούνη λαογράφου

Από αρχαιοτάτων χρόνων η μεταφορά αντικειμένων γίνονταν από τον άνθρωπο. Κατά την εξέλιξη του, αφού εξημέρωσε τα ιπποειδή, την μεταφορά του και αντικειμένων την επιφορτίστηκαν αυτά. Αρχικά δεν είχε ανακαλυφθεί ο τροχός, αλλά και όταν ανακαλύφθηκε, το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδαφικού ανάγλυφου δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Τα υποζύγια (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι) και τα βοοειδή ήταν τα πιο διαδεδομένα ζώα ως μέσα μεταφοράς. Τα υποζύγια για να μεταφέρουν ανθρώπους και αντικείμενα έπρεπε να έχουν και τον ανάλογο εξοπλισμό. Για την μεταφορά των αντικειμένων, επινόησαν, και σιγά – σιγά κατασκεύασαν και τελειοποίησαν τα σαμάρια. Αυτά τα κατασκεύαζε ο σαμαράς που ήταν ένας ειδικευμένος τεχνίτης που, με διάφορα πρωτόγονα μέσα, κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Ο σκελετός του σαμαριού.
Το σαμάρι, στον τόπο μας οι σαμαράδες, το κατασκεύαζαν με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου ή από μουριά ή και από οξιά που ήταν και ευλύγιστα για το πάνω μέρος του σαμαριού, δηλαδή στο κάθισμα όπως έλεγαν οι σαμαράδες «για να μη βγάλει κάλλους ο κώλος του καβαλάρη». Ακόμη αυτά ήσαν από τα ελαφρύτερα ξύλα και αν δεν βρέχονταν ήσαν πολύ ανθεκτικά και σκληρά. Τα ξύλα τα έκοβαν πάντα κατά τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και βία τον Γενάρη, πάντα στην γιόμιση του φεγγαριού, διότι τότε κατεβαίνουν οι χυμοί των δένδρων, διαφορετικά τα ξύλα σκωρότρωγαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Από τον σκωροφάγωμα και πλέον δεν έκαναν γιατί φούσκοναν από την υγρασία και σάπιζαν γρήγορα. Το καλοκαίρι είναι εντελώς ακατάλληλα, γιατί το ξύλο δεν προλαβαίνει να νευρώσει και όπως λέμε στην τοπική διάλεκτο «είναι άψητο».

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΠΕΛΗΣ

Λέγανε παλιά ότι στην Κάπελη τις νύχτες τριγύριζε ένα τρανό στοιχειό, σαν μικρό βόδι, που είχε τραγίσιο κεφάλι. Πολλοί άνθρωποι που νυχτοπερπατάγανε και περνάγανε μέσα στην Κάπελη την νύχτα το είχανε ιδωμένο να γυρίζει μέσα στα δασά δέντρα και τα μάτια του γυαλίζανε σαν της γάτας. Όσοι από δαύτους το είδανε ακούσανε και ένα μουγκρητό, όπως κάνει ένα βόδι όταν το σφάζουνε. Κανείς ποτέ δεν το ζύγωσε να το σκοτώσει ή να ιδεί τι πράμα είναι εκείνο το παράξενο ζωντανό. Τι γάρις είναι του Θεού ή εκεινού του κερατά του Διαβόλου;

Να μην τα πολυλογάου και χασομεράμε, ένα βράδυ ένας καβάλα στ’ άλογό του πέρναγε μέσα από την Κάπελη να κατέβει στον κάμπο. Στην μέση στην Κάπελη, κατέβηκε από το άλογο να κατουρήσει και να στρίψει ένα λαθραίο τσιγάρο. Μόλις κατούρησε και ζώθηκε, έκατσε απάνου σ’ ένα ξερό κούτσουρο και έβγαλε την ταμπακέρα του και την ακούμπησε απάνου στο γόνατό του και έστριβε τσιγάρο. Πίσω του άκουσε χράτσα- χρούτσα πατήματα απάνου στα ξερά φύλλα των δέντρων. Γυρίζει πίσω να ιδεί τι συμβαίνει και βλέπει ετούτο το τέρας. Ένα βόδι, με τραγίσιο κεφάλι να έρχεται αγάλι- αγάλι ντουγρού κατά απάνου του. Πετάχτηκε όρθιος από το κούτσουρο που καθότανε, δίνει ένα σάλτο και πάει πίσω από ένα δέντρο να φυλαχτεί. Τον έπιασε ένα τρέμουλο λες και είχε πέσει μεσοχείμωνο σε λούμπα με νερό. Είχε και ένα παλιομπίστολο ζωσμένο στην μέση του, αλλά πώς να το τραβήξει, τα χέρια του από το τρέμουλο πηγαίνανε σαν τα χέρια του ταβουλάρη την ώρα που ζορίζει το ταβούλι στο χορό. Η φωνή του κόπηκε, δεν έβγανε ανάσα και τα δόντια του από το τρέμουλο, κάνανε σαν τα τριζόνια το καλοκαίρι που τρίζουνε ούλη την νύχτα. Δεν κράτησε πολύ η τρομάρα του, μόλις τόνε ζύγωσε κοντά το στοιχειό έπεσε κάτου ξερός.

ΤΟ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΙΓΑΡΙΔΕΣ

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Το γουρούνι, τα πιο παλιά χρόνια, αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντα στην οικιακή οικονομία. Κάθε υπαίθρια οικογένεια, κάθε χρόνο έθρεφε ένα χοιρινό, για τις διατροφικές ανάγκες της και το ονόμαζε θρεφτάρι. Σε παλιότερες εποχές, όπου το κρέας ήταν είδος πολυτελείας, για τους χωρικούς, που το έτρωγαν μόνο τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες, τα πανηγύρια και το Πάσχα. Επειδή όμως, οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν για την εξασφάλιση και της ανάλογης ποσότητας κρέατος. Γι’ αυτό κάθε αγροτική οικογένεια, διατηρούσε ένα ή περισσότερα οικόσιτα γουρούνια.
Για ν’ αγοράσουν ένα γουρούνι αποκριάτικο για έχα, θεωρούσαν δύσκολη την διαλογή, διότι ήθελαν να είναι φαγανιάρικο να μην γκρινιάζει (γουτζουνίζει) και να μην τους ζηριάσει. Εδώ στην Πηνεία και ιδίως στην Κάπελη έκτρεφαν μια αφανισμένη πλέον ράτσα τα γνωστά με πεντανόστιμο κρέας, καπελίσια γουρούνια ή καραμούτζες, όπως τα έλεγαν επειδή είχαν στενόμακρο ρύγχος τα οποία εκτρέφονταν με βελανίδια και έσκαβαν με την μύτη τους για να βρουν φαγητό μέσα στο έδαφος και κάτω από τις φυλλωσιές. Με μεγάλη μου λύπη γνωρίζουμε ότι αυτή η φυλή δεν υπάρχει πια.
Συνήθως κατά παράδοση, έστελναν τον πιο χονδρό από την οικογένεια να διαλέξει το χοιρινό για να παχύνει. Έλεγαν, ότι όταν πήγαιναν για να το αγοράσουν, δεν μιλούσαν στον δρόμο για να γκρινιάζει το γουρούνι, επίσης δεν το αγοράζουν ποτέ Κυριακή, διότι το γουρούνι είναι βρώμικο ζώο. Επίσης το γουρνόπουλο που διάλεγαν επιθυμούσαν να έχει στριμμένη την ουρά του, διότι αν ήταν ευθεία το θεωρούσαν καμένο, ενώ με την στριμμένη ότι ήταν υγιές και θα μεγάλωνε γρήγορα.
Πρώτη δουλειά όταν το πήγαιναν στο σπίτι, ήταν να το βάλουν να δρασκελίσει ένα σίδερο για να γίνει σιδερένιο και να μην αρρωστήσει ποτέ. Επίσης του έριχναν στο αυτί λίγο λάδι για να μεγαλώσει γρήγορα και μην ζηριάσει. Η νοικοκυρά που τα το τάγιζε, για να έρχεται το γουρούνι κοντά της την πρώτη ημέρα άλειφε τα παπούτσια της με πλύμα για να την μυρίζει το γουρούνι.
Από μικρό το εγκαθιστούσαν στα κουμάσια, έξω από τα χωριά και μακριά από το σπίτι, για ν’ αποφεύγουν την απαίσια μυρωδιά του. Η διατροφή του, γενικά επιτυγχάνονταν με διάφορα αποφάγια, με πίτουρα από την άλεση του σιταριού, καλαμπόκι, βελανίδια, άγρια χόρτα και τυρόγαλο. Όταν μεγάλωνε το έλεγαν ανεσμίδι και το αρσενικό χοιρινό, το ευνούχιζαν για να μεγαλώσει γρηγορότερα και να παχύνει περισσότερο. Όταν το γουρούνι δεν έτρωγε το φαγητό του και γκρίνιαζε συνεχώς το καυτηρίαζαν. Έπαιρναν ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιγαν το στόμα και τοποθετούσαν ένα ξύλο για να μείνει ανοικτό το στόμα του, και του καυτηρίαζαν τον ουρανίσκο.
Αυτή η διαδικασία ήθελε κάποιον να γνωρίζει πως θα το καυτηριάσει. Ένα γουρούνι για να το σφάξουν έπρεπε να το εκτρέφουν περίπου ένα χρόνο. Τα περισσότερα τα έσφαζαν, όταν ζύγιζαν πάνω από εκατό οκάδες, συνήθως έφθαναν από 80 έως 150 οκάδες. Συνήθως τα έσφαζαν τις αποκριές, για το αποκριάτικο φαγητό και όχι μόνον. Μια οικογένεια βασιζόταν κυρίως στις μεγάλες διατροφικές παροχές, αλλά και στα υπόλοιπα προϊόντα που αποκόμιζε από το οικόσιτο χοιρινό.
Η χοιροσφαγή ήταν μια πανάρχαια ιδιαίτερη ιεροτελεστία. Στον παραδοσιακό πολιτισμό, οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας, ήσαν ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η χοιροσφαγία από τους αρχαίους Έλληνες, μεταδόθηκε στους Ρωμαίους, και μετέπειτα στους Βυζαντινούς. Κατά την τουρκοκρατία, οι Έλληνες διατήρησαν το έθιμο, όπου και διατηρήθηκε αναλλοίωτο έως και την δεκαετία του '70, και σε μερικές περιοχές σε πολλά χωριά επικρατεί ακόμη. Συχνά ο λαός, αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια, ενσωματώνοντας με το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία.
Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες, που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως οι μαντείες. Οι Ρωμαίοι κατά την εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους, θυσίαζαν χοίρους στον Θεό Κρόνο και τη Θεά Δήμητρα. Ο χοίρος αντιπροσώπευε την ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, επειδή με την αδηφαγία και το σκάψιμο που πραγματοποιεί για να βρει την τροφή του, καταστρέφει τη βλάστηση, είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.
Η χοιροσφαγία, συνήθως δε συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, την ημέρα μνήμης του Αγίου Στεφάνου. Όπου σφάζονταν πριν τα Χριστούγεννα, η γιορτή αυτή ονομαζόταν «γουρουνοστέφανος». Στην Πελοπόννησο σφάζονται κυρίως τις Αποκριές. Υπήρχαν όμως και αρκετές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα.
Η εθιμοτυπία της τελετής ήταν η ημέρα των «Χοιροσφαγίων» ή «γουρουνοχαράς» που ξεκινούσε πολύ πρωί με το άναμμα της φωτιάς για να γίνει το νερό πολύ καυτό με το οποίο θα μαδούσαν το γουρούνι. Οι χοιροσφάχτες, ήταν συνήθως ομάδες φίλων μεταξύ τους, που έσφαζαν το χοιρινό του καθενός. Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας.
Μόλις το έσφαζαν, τοποθετούσαν στο στόμα του σφαγίου ένα λεμόνι και το λιβάνιζαν, για να πάρει μυρωδιά το κρέας, με τις βαθιές ανάσες που παίρνει, μέχρι να ξεψυχήσει, και το σκέπαζαν μ’ ένα τσουβάλι για να φύγει το κακό σπυρί, που τυχόν να είχαν επάνω τους.
Με το αίμα του ζώου, σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο. Το ρύγχος (καραμούντζα) του χοίρου, το κάρφωναν στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τα κακά πνεύματα και τα καλικαντζαράκια. Εξέταζαν δε προσεκτικά την σπλήνα και το συκώτι του και μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.
Οι χοιροσφάχτες σύμφωνα με το εθιμοτυπικό, έτρωγαν τον πρώτο μεζέ, που ήταν ο καρύντζαφλος ή καρούτζος (ο λάρυγγας του γουρουνιού στο σημείο που είχε γίνει η τομή του σφαξίματος). Ήταν ο πρώτος μεζές, που ψήνονταν, για να πιούν ένα ποτήρι κρασί και συνάμα να ευχηθούν, χρόνια πολλά, καλοφάγωτο και του χρόνου με υγεία, να ξαναφτιάξουν ίδιο και μεγαλύτερο χοιρινό. Ενώ πολλές φορές, ο μεζές αυτός, ψηνόταν στα κάρβουνα, το χοιρινό καίτοι σφαγμένο, σηκωνόταν και γεμάτο αίματα έτρεχε για λίγο, έως που ξεψυχούσε και έπεφτε.
Μετά το ξεψύχισμα του σφαγίου, το μαδάγανε με καφτό νερό. Σκέπαζαν το σφάγιο με ένα σακί και επάνω του έριχναν καφτό νερό και όταν έπαιρνε, δηλαδή ήταν έτοιμο, τότε το μαδάγανε τρίβοντας το με το σακί ή με διάφορα αιχμηρά αντικείμενα. Με τα το μάδημα άρχιζε το ξεβράκωμα, δηλαδή άρχιζαν να το γδέρνουν από τα πισινά πόδια μέχρι να φθάσουν στην ουρά του.
Στην συνέχεια έκοβαν τα πόδια στα γόνατα, τρυπούσαν τις κλιτσινάρες των πισινών ποδιών, του περνούσαν ένα ξύλο χονδρό σαν ξιναροστύλιαρο και το κρεμούσαν, συνήθως από κάποιο δένδρο ή κάποιο μπαλκόνι ανώγειας οικίας, για να μπορεί ο σφάχτης να το ξετομαριάσει. Αρχικά έκοβαν την ουρά, την οποία την χρησιμοποιούσαν για την μεταμφίεση στις αποκριές. Έραβαν δυο ουρές χοιρινών επάνω στην σκούφια τους, όταν ήθελαν να παραστήσουν τον διάβολο με ευλύγιστα κέρατα.
Μόλις τελείωνε το γδάρσιμο, σειρά είχε το ξεκοίλιασμα. Προσεκτικά ο σφάχτης, άνοιγε την κοιλιά του και έβγαζε όλα τα ζωτικά όργανα του ζώου. Ο άνθρωπος, όλα τα ζωτικά όργανα του ζώου, μετά από την ανάλογη επεξεργασία, τα έτρωγε. Δεν τρωγόταν η ουροδόχος κύστη (φούσκα), όμως την χρησιμοποιούσαν μετά από ειδική κατεργασία για τόπι, για καπνοσακούλα, σακούλι για ν’ αποθηκεύουν σπόρους (ντομάτα, αγγούρι, λάχανα, πιπεριά, κρεμμύδι κ.ά. επίσης την χρησιμοποιούσαν και για πουγκί. Μετά την φούσκα έβγαζαν την γουρουνοπυτιά, στην συνέχεια την έβαζαν σε ένα πιάτο και την έκοβαν κομματάκια. Στην συνέχεια της έριχναν ξύδι, λάδι, σκόρδο, αλάτι και ούζο και την τοποθετούσαν στον ήλιο για ν’ αποξηρανθεί. Μετά την κρεμούσαν στο τζάκι στην καπνιά και την χρησιμοποιούσαν όταν έπηζαν τυρί.
Μετά την πυτιά βγάζουν την χολή, την οποία την ξεκολλάνε προσεκτικά για να μην χυθεί. Το υγρό της χολή το χρησιμοποιούσαν σαν γιατροσόφι για να διώχνουν τις ψείρες.
«Παίρνουμε ένα κουταλάκι του γλυκού από την χολή του γουρουνιού, την ανακατεύουμε μ’ ένα κρασοπότηρο κρασί και αλείφουμε το κεφάλι. Οι ψείρες αμέσως θα ψοφήσουν ή θα εξαφανισθούν».
Επίσης το υγρό της χολής το χρησιμοποιούσαν να ποτίζουν τις έγκυες φοράδες για να μην απορρίξουν.
Αν το γουρούνι ήταν μαύρο χωρίς κανένα σημάδι απ’ άλλο χρώμα (ασήμαδο) με την χολή του έφτιαχναν τα φυλαχτάρια των ζώων. Στην συνέχεια έβγαζαν αν ήταν αρσενικό τους όρχεις (αμελέτητα) και τα έψηναν στα κάρβουνα, για αρκετούς είναι ένας πολύ καλός μεζές. Μετά από τους όρχεις έβγαζαν τον κωλιά (κωλάντερο), αυτό το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή του μπεκρή- μεζέ το περιβόητο σπληνάντερο, μαζί με την σπλήνα και την καρδιά του σφάγιου.
Το συκώτι, το πνευμόνι και τα νεφρά, τα έτρωγαν με διαφόρους τρόπους. Τα έντερα τα έφτιαχναν λουκάνικα και οματιά. Τα ποδόνυχα, την πατσά, την ουρά, τα αυτιά και το κεφάλι τα έφτιαχναν πηχτή. Τα μάγουλα, ή μούκουλα τα έψηναν στα κάρβουνα ή στον φούρνο.
Μερικές φορές αυτές οι παρέες συνέχιζαν να ψήνουν να τρώνε από το σφάγιο και να πίνουν κρασί. Από εκεί που είχαν κρεμάσει το σφάγιο, έκοβαν κομμάτια κρέατος, κυρίως από τα μπούτια και τις σπάλες, τα γνωστά κοψίδια, και τα έριχναν στα κάρβουνα και το γλέντι καλά κρατούσε.
Μόλις τελείωνε και το ξεκοίλιασμα, ο σφάκτης έβγαζε και τα βασιλικά (ξύγκι από τα πλευρά του χοιρινού). Αυτό το ξύγκι το άλιωτο το κρατούσαν και το χρησιμοποιούσαν σαν λιπαντικό, στις αρβύλες, τσαρούχια, όπλα, μαχαίρια κ.ά. Επίσης το λίπος από τα βασιλικά το χρησιμοποιούσανε για να παρασκευάζουν κουραμπιέδες και άλλα γλυκά, όπου μέσα έριχναν και λίγο βούτυρο για να μοσχοβολάει.
Με το δέρμα του, επειδή ήταν πολύ σκληρό, έφτιαχναν τα γουρουνοτσάρουχα, ή το έβαζαν επάνω από τα σαμάρια, μεταξύ στρώματος και ξύλου, για να μην περνάει το νερό, ενώ με τις τρίχες του έφτιαχναν βούρτσες. Όταν δεν έγδερναν το χοιρινό, το μαδάγανε με καφτό νερό. Μετά το έγδερναν ή ξεφέρτσαζαν. Δηλαδή χάραζαν μ’ ένα μαχαίρι λωρίδες πέντε εκατοστών πλάτος, από το πάνω μέρος και τις τραβούσαν με δύναμη και αυτές έβγαναν, πάντα με λίπος και δέρμα. Από αυτό το δέρμα παρασκεύαζαν τις τσιγαρίδες.
Αφού τελείωναν με το ξεφέρτσασμα, έπαιρναν τις λωρίδες του δέρματος και τις έκοβαν κάθετα σε μικρά κομματάκια αυτά τα έλεγαν λίπα ή ξύγκι. Μετά οι νοικοκυρές, τις έπλεναν καλά και τις αφήναν δυο τρεις μέρες μέσα στο νερό για να φύγουνε τα αίματα, ασφαλώς αλλάζοντας τακτικά το νερό. Έπειτα άναβαν φωτιά και τις τοποθετούσαν μέσα σ’ ένα καζάνι και την έλιωναν.
Αφού έλιωνε το λίπος, έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από δέρμα και κρέας, κι αυτές ήταν οι τσιγαρίδες. Οι τσιγαρίδες είναι ένα είδος φαγητού από τηγανισμένο χοιρινό δέρμα, λίπος και κρέας.
Τις τσιγαρίδες τις έφτιαχναν χωρίς να βάλουνε τίποτα άλλο μέσα στο καζάνι, ούτε καν νερό ή λάδι. Βέβαια σε κάποιες περιοχές, έβαζαν και μυρωδικά ή μπαχαρικά, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που τις έφτιαχναν με την προσθήκη χοντροκομμένων κρεμμυδιών και κρασιού μέσα στο καζάνι, ή με τσιγαρισμένα πράσα.
Τις τσιγαρίδες μπορούσαν να τις αποθηκεύσουν σε λαγήνια, μαζί με το λίπος και όταν ήθελαν τα τις χρησιμοποιήσουν έβγαζαν την ανάλογη ποσότητα που χρειάζονταν και μετά το σφράγιζαν πάλι.
Οι τσιγαρίδες ήταν ένα πρόχειρο και γρήγορο φαγητό και μαγειρεύονταν με διαφόρους τρόπους, όπως ο περιβόητος καγιανάς που είναι αυγά τηγανιτά με τσιγαρίδες, επίσης τραχανάς με τσιγαρίδες και με ψιλοκομμένο καβουρντισμένο κρεμμύδι, και τέλος τσιγαρίδες με ψιλικά μυρωδικά χόρτα. Ακόμη πολλές φορές οι γυναίκες έβραζαν αρκετές ώρες τις τσιγαρίδες, μέχρι που απορροφούσαν όλο το λίπος και σιγά – σιγά αποξηραίνονταν. Αυτές τις είχαν ως ξηρά τροφή, κάτι σαν τα σημερινά γαριδάκια. Στα παλαιότερα χρόνια σε δύσκολες εποχές έκοβαν μια φέτα ψωμί και επάνω έβαζαν λίπος με τσιγαρίδες και έσβηναν την πείνα τους.
-Μάνα ψωμί δεν έχουμε, κι εμείς πολύ πεινάμε!
και το λαγήνι άδειασε, δεν έχουμε τι να φάμε!
Το αλεύρι μάνα έκιωσε, πάνε κι οι τσιγαρίδες.
-Παιδιά σαν επεινάσατε και θέλτε για να φάτε
στης παπαδιάς το σπιτικό, τραβάτε και ζητάτε.
Κι αν δεν έχει η παπαδιά, ψωμί και τσιγαρίδες
ας είν’ καλά, τα χωράφια που ’χουν καυκαλίδες!
Οι τσιγαρίδες και γενικά τα παστά κρέατα, λόγω ότι δεν ήθελαν θερμοκρασία συντήρησης, τα τοποθετούσαν μέσα σε λαγήνια με λίπος και τα αποθήκευαν σχεδόν για ένα χρόνο. Κατά τους δύσκολους χρόνους, όταν ο τόπος λυμαίνονταν από τους Τούρκους και τους ληστές, όταν έφτιαχναν παστά τα τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλα λαγήνια και μετά άνοιγαν ένα λάκκο στο έδαφος και τα έκρυβαν. Σε περίπτωση που δεχόταν λεηλασία και κρύβονταν μέσα στα όρη και στα δάση, όταν επέστρεφαν στο σπίτι τους, ξέθαβαν τα λαγήνια και μετά τις λεηλασίες εύρισκαν τουλάχιστον φαγητό.
Στις μετακινήσεις των επειδή γινόταν με τα πόδια και ήσαν χρονοβόρες, για πρόχειρο φαγητό, έπαιρναν μαζί τους τσιγαρίδες, ψωμί, κρεμμύδι, ελιές, τυρί και ότι άλλο πρόχειρο είχαν.
Οι τσιγαρίδες ανάθρεψαν γενιές και γενιές ανθρώπων στην ύπαιθρο. Οι μεγαλύτεροι από εμάς τις έφαγαν, έσβησαν την πείνα τους και τις γεύθηκαν σε καιρό πείνας. Σήμερα, πολλοί από εμάς, λαχταρούμε όπως για όλα τα παραδοσιακά φαγητά του τόπου μας, μια μέρα να τις δοκιμάσουμε και να τις γευτούμε.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΜΑΛΛΟ Ή ΚΟΖΑ

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ένα από τα καλλίτερα μαλλιά που επέλεξε να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν και το μαλλί από τα γίδια. Αρχικά χρησιμοποίησε το δέρμα του και αργότερα αποτάθηκε στο μαλλί του. Κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας του μαλλιού αποτελεί η ηλικία του ζώου. Το καλύτερης ποιότητας μαλλί προέρχεται από ζώα μέχρι τριών ετών καθώς και από τα γαλάρια. Καλής επίσης ποιότητας είναι το μαλλί από δίχρονα ζυγούρια και θηλυκά, ακολουθεί το μαλλί από στέρφα, που δίνουν μακρύ, γερό μαλλί. Το πρώτο μαλλί μετά τη γέννα εκτιμάται πολύ λίγο και χρησιμοποιείται σε μη ορατές επιφάνειες.
Επειδή το γιδόμαλλο είναι ίσιο και σκληρό, για να το χρησιμοποιήσουν έπρεπε πρώτα να το επεξεργαστούν κατάλληλα ώστε αυτό να είναι ιδανικό για τις διάφορες κατασκευές τους. Όταν το καλοκαίρι κούρευαν τα γίδια, έπαιρναν τα γιδόμαλλα και τα άπλωναν σκορπισμένα στο πάτωμα ενός δωματίου. Στην μία πλευρά του δωματίου στερέωναν ένα ξύλο σαν καδρόνι, ή κάρφωναν πατερόπρογκες και τις λυγίζανε κατά τον τοίχο και δένανε τ’ ανάλογα χοντρά σχοινιά, που έφθαναν μέχρι τον απέναντι τοίχο. Αυτά πριν τα χρησιμοποιήσουν τα έβαζαν μέσα στο νερό για να βαρύνει και να σφίξει και αφού είχαν διασκορπίσει την κοζά στο πάτωμα, έπιαναν το σχοινί με το ένα χέρι τους και τ’ άλλο με το άλλο χέρι από τις ελεύθερες άκρες τους. Τότε τα σήκωναν ρυθμικά ψηλά και με δύναμη τα χτυπούσαν στο πάτωμα που ήταν η διασκορπισμένη κοζά. Αυτό με το χτύπημα στο πάτωμα επανειλημμένα χτυπούσε την κοζά και ταυτόχρονα την ανακάτευε. Αυτό γινόταν γι’ αρκετές ώρες, μέχρι να μαλακώσει το γιδόμαλλο. Μόλις καταλάβαιναν ότι μαλάκωσε αρκετά, τότε κατάβρεχαν την κοζά με νερό για να μαλακώσει καλλίτερα και έπειτα το έφτιαχναν τουλούπες.
Επίσης άλλη μέθοδος ήταν και το κτύπημα με λούρες (βέργες). Τοποθετούσαν το γιδόμαλλο κάτω στο πάτωμα και με βέργες το κτυπούσαν πολλές φορές και ταυτόχρονα το αναποδογύριζαν μέχρι να μαλακώσει. Έπειτα και αυτό το ρεντούσαν με νερό και το έκανα τουλούπες.
Τις τουλούπες τις έβαζαν μέσα σε ματαράτσια και έβαζαν επάνω βάρος ή κάθονταν για να κατακάτσει το γιδόμαλλο, στα χωριά έλεγαν να κουσιάξει για να γνέθεται πιο εύκολα και καλά.
Μετά το κούσιασμα το γιδόμαλλο, που ήταν τουλουπιασμένο, ήταν έτοιμο για γνέσιμο με την ρόκα. Κατά την εργασία του γνεσίματος το μπούχιζαν (κατάβρεχαν με λίγο νερό) για να γνέθεται καλλίτερα και να κολλάνε και οι τρίχες, ώστε να μην πέφτουν και χάνονται. Μετά το γνέσιμο το μαλλί το έκαναν κουβάρια, η το τύλιγαν σε μασούρια και ήταν έτοιμο για την ύφανση στο αργαλειό, όπου κατασκεύαζαν τα περίφημα κόζινα σκουτιά. Κόζινα λέγονται διότι κατασκευάζονταν από γιδόμαλλο όπου το σύνολο των μαλλιών το ονόμαζαν κοζά.

Μετά την ολοκλήρωση της μετατροπής της πρώτης ύλης σε νήμα ακολουθούσε το βάψιμο των νημάτων. Στην περίπτωση του μαλλιού το βάψιμο γίνεται σε καζάνι οπού μέσα σε βραστό νερό βυθίζεται σιγά - σιγά το νήμα. Οι βαφές ήταν κατά κανόνα φυτικές από ξερά φύλλα μουριάς, και φλούδια ροδιών έδιναν το κίτρινο χρυσαφί. Τα κρεμμυδότσουφλα το πατατί που ροδίζει, ο κορμός πεύκου έδινε το κανελλί, τα φρέσκα φύλλα μουριάς για το λαδί ανοικτό, οι φλούδες των καρυδιών έδιναν το καφέ ανοικτό, τα ξερά περικάρπια το καφέ σκούρο, το γαλάζιο από ανοικτό γαλάζιο έως σκούρο μπλε γινόταν με τη σαριά, δηλαδή το νερό όπου είχαν ζεματιστεί τα μαλλιά, ριζάρι για το κόκκινο, κρεμεζί για το κόκκινο κρεμεζί. Η στύψη είναι το κοινό στερεωτικό των χρωμάτων. Επίσης το καζάνι έπρεπε να είναι γανωμένο για να βγουν τα χρώματα ζωηρά.
Όλα αυτά τα κόζινα σκουτιά, πριν τα χρησιμοποιήσουν, τα πήγαιναν στις νεροτριβές ή ντριτσέλες όπου εκεί με την πίεση του νερού μαλάκωναν.
Από την κοζά έφτιαχναν σαγίσματα που τα έστρωναν μπροστά από το τζάκι. Τα κόζινα σαγίσματα ήσαν άγρια στην υφή και δυσάρεστα στην επαφή με το δέρμα, ελαφριά, ανθεκτικά τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία είναι ζεστά και δεν είναι επικίνδυνα από κάρβουνα και σπίθες, ν’ αρπάξουν φωτιά.
Επίσης κατασκεύαζαν χοντρά κλινοσκεπάσματα για τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα, ακόμη ειδικά σαγίσματα για τα ζώα όπου τα σκέπαζαν τον χειμώνα και ιδίως μετά το όργωμα που ήσαν ιδρωμένα για να μην κρυώσουν. Αυτά τα έριχναν και στα καπούλια των ζώων, ακόμη και σε αντελικάτα γίδια κατά τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Με την κοζά φτιάχνανε ντορβάδες για να ταγίσουνε τα ζώα, δισάκια για να μεταφέρουν αντικείμενα και χοντρά ματαράτσια για να στίβουνε τις ελιές εκεί που δεν υπήρχε λιοτρίβι και τους ντορβάδες των λιοτριβιών. Τους ντορβάδες των λιοτριβείων τους γέμιζαν με αλεσμένο ελαιόκαρπο και τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο, όπου από το ντορβά έβγαινε το λάδι, ενώ το λιοκόκι παρέμενε μέσα σε αυτόν. Οι δε τσοπάνηδες έφτιαχναν τράγιες κάπες για να κρατάνε ζεστασιά, αλλά είχαν και την ιδιαιτερότητα όπου μέσα από αυτές δεν περνούσε το νερό, όσο κι αν έβρεχε. Το νερό γλιστρούσε επάνω στις γιδότριχες και δεν περνούσε μέσα ήταν ένα είδος σημερινού αδιάβροχου. Επίσης με κόζινους ντορβάδες λαγάριζαν το θολωμένο νερό, και το λάδι από την μούργα.
Το γιδόμαλλο χρησιμοποιήθηκε και στις οικοδομές. Με αυτό παρασκεύαζαν και το κουρασάνι, ή το ανακάτευαν με την λάσπη και έχτιζαν ή σοφάτιζαν όπου με την βοήθεια του γιδόμαλλου γίνεται καλλίτερη στερέωση. Ακόμη με γιδόμαλλο έστρωναν τις γωνιές των τζακιών και των φούρνων. Αφού το ανακάτευαν με την λάσπη επίστρωναν τις γωνιές, για να είναι στέρεες και να μη δημιουργούν ρωγμές.
Η τσερέπα είναι ένα παραδοσιακό σκεύος μαγειρικής, που χρησιμοποιείται σαν φούρνος με ξύλα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πήλινο καπάκι, με το οποίο σκεπάζουμε το μεταλλικό ταψί μέσα στο οποίο ψήνεται το φαγητό. Το καπάκι αυτό έχει κάποιες ιδιαίτερες προδιαγραφές κατασκευής. Είναι από πηλό που έχει ζυμωθεί μαζί με «τραγόμαλλο» για αντοχή. Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί ή σαμάκι.
Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.
Πήγαινε σε κάθε χωριό και μάζευε τα υφάσματα από τραγόμαλλο, που έκαναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια. Μετά έπαιρνε την σακοράφα κι έραβε τις κάπες ή καπότες, που φορούσαν οι βοσκοί κι άλλοι Έλληνες τον περασμένο αιώνα. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του τερζή, λόγω του πάχους και της δυσκαμψίας που είχε τούτο το χονδρό ύφασμα. Ο φραγκοράφτης, αντίθετα, είχε να κάνει με λεπτά υφάσματα. Η κάπα μετά το ράψιμο, ήθελε και ειδικό στρίφωμα για να μην ξεφτίσει. Χρησιμοποιούσε ειδικό εργαλείο, σαν τριπλή σαΐτα. Καασκευαζότα έτσι, όσο νερό και να έπεφτε πάνω της, ο τσοπάνος δεν βρεχόταν. Έκανε και τα διακοσμητικά σχέδια και τα κεντήματα που του ζητούσαν. Σήμερα το επάγγελμα αυτό το συναντάμε μόνο σαν επίθετο ανθρώπων.

Με γιδόμαλλο επιστρώνουν εσωτερικά οι καρδερίνες (γαρδέλια), την φωλιά τους, ενώ παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μπάλα, πού ήταν ένα τόπι πέτσινο καλογεμισμένο με τραγόμαλλο πού το χτυπούσαμε με το χέρι.

«Ανυφαντής μας τη Λαμπρή
λαμπρά ’ναι φορεμένος.
Φορεϊ τράϊο πουκάμισο
και μια τριχιά ζωμένος.
Κομμάτι από παλιότσαργα
στραβά μαντηλωμένος.
Ανυφαντής μας πλούτηνε
κι άγόρασε μιά μούλα
Άπ’ τόνα πόδ’ ήτανε ’ τσή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν πατάει,
Άπ’ τόνα μάτι ήταν στραβή
κι’ άπ’ ’ άλλο δεν φωτάει».

Φώτο από το διαδίκτυο

ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

Ψάρι (αρχαία ελληνικά: ἰχθύς, λατινικά: piscis) είναι κάθε μέλος μιας ομάδας υδρόβιων κρανιωτών ζωικών οργανισμών που δεν έχουν άκρα με δάκτυλα. Σχηματίζουν μια αδελφή ομάδα με τα χιτωνόζωα, μαζί με τα οποία σχηματίζουν την (ευρύτερη) ομάδα των ολφακτόρων (olfactores).

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

Αυτούς που στριμώχνονται σε κλειστό χώρο, λέμε στριμώχθηκαν σαν σαρδέλες.

Γαύρους, λέμε τους οπαδούς του ΟΣΦΠ. (Ολυμπικού).

Γύλος, λέγεται ο απατεωνίσκος, ο πειστικός.

Δελφίνι, αυτός που είναι άριστος κολυμβητής.

Ζαργάνα, λέμε την ψιλή, αδύνατη και ευλύγιστη γυναίκα.

Καρχαρία, λέμε γενικά τον φαγά σε όλο του το μεγαλείο.

Ξεψάρωσε, λέγεται για τους στρατιώτες που αρχίζουν να εισέρχονται στο ανεπίσημο πνεύμα του στρατού.

Ξιφίας, ο έχων μεγάλη μύτη.

Ρέγγος, λέγεται ο αδύνατος και ηλιοκαμένος άνθρωπος.

Σαρδέλες, λέμε τα γαλόνια των υπαξιωματικών του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Στον στρατό, ο έχων μισή σαρδέλα ήταν υποδεκανέας, ο έχων μία ήταν δεκανέας, ο έχων δύο ήταν λοχίας, ο έχων τρείς ήταν αρχιλοχίας.

Σαρδελοκούτι, λέμε το κουτί που είχε παστωμένες σαρδέλες και κάθε άχρηστο ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο.

Σαρδελοπούτσης, ο έχων πολύ μικρό πέος.

Τσιπούρα, λέμε τον πεθαμένο που τον ανακαλύπτουν μετά από ώρες και είναι παγωμένος.

Φάλαινα και φώκια, ονομάζουμε την χονδρή και δυσκολοκίνητη γυναίκα.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates