Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Με τη λέξη αφορισμός, εννοούμε την εκκλησιαστική ποινή, που επέβαλε παλαιότερα κάποιος
ιερέας, δεσπότης, πατριάρχης σε κάποιον για το παράπτωμα που επέπεσε. Ο αφορισμένος, από εκείνη την στιγμή βρίσκεται σε δεινή θέση και, η τιμωρία που νοιώθει πάνω του, είναι γι’ αυτόν ένα μεγάλο αμάρτημα και νοιώθει τύψεις για το υπόλοιπο της ζωής του. ο αφορισμένος αποκλειόταν από την κοινωνία μη δυνάμενος να εισέρχεται σε εκκλησίες, ούτε να παρευρίσκεται έξωθεν αυτών σε ιεροτελεστίες όπως βαφτίσια, γάμους, θανάτους κ.λπ. Κοινωνικά τίθεται σε απομόνωση, εφόσον οι πάντες αποφεύγουν να συναναστρέφονται μαζί του. Αλλά και ο ίδιος με τα όσα φρικτά που του επιφορτίζει ο αφορισμός της εκκλησία, αρχίζει να φοβάται για την ζωή του και αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός του αφορισμού, ώστε να συνετιστεί και να επανέλθει στον προηγούμενο έντιμο βίο. Ο αφορισμός διακρίνεται σε ελαφρύ και σε βαρύ.
Ο παπάς του χωριού προκαλούσε στην εκκλησία να παρευρεθεί οπωσδήποτε ένα μέλος από κάθε οικογένεια του χωριού. Μετά την απόλυση της εκκλησίας ο παπά σε αυστηρό ύφος, ανακοίνωνε στους εκκλησιαζόμενους για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης και ζητούσε από αυτούς, όποιος έχει προβεί στην πράξη, ή γνωρίζει τον δράστη της να προβεί σε μαρτυρία, διαφορετικά θα προέβαινε σε αφοριστικό. Αυτό γινόταν συνεχόμενα επί τρεις Κυριακάδες, ώστε να δοθεί αρκετός χρόνος να γίνει η μαρτυρία ή να βρεθεί ο δράστης. Κανένας παπάς δεν επιθυμούσε τον αφορισμό, αλλά όλα αυτά γινόταν με σκοπό να εκφοβίσουν τον δράστη, ή και κάποιο που να γνωρίζει για υποδείξει τον υπαίτιο και να λήξει αισίως το θέμα.
Πολλές φορές, προτού ο ιερέας προβεί σε αφορισμό, που ήταν μια σκληρή τιμωρία, οι κάτοικοι του χωριού έκαναν το ξεχρόνιασμα ή το σβηστοκέριασμα ή και κακοφτύσιμο.
Κάποιος που είχε χάσει κάποιο αντικείμενο, ή οτιδήποτε άλλο κακό, είχε πάθει από τον άγνωστο δράστη, τότε ζητούσε και κάνανε το ξεχρόνιασμα.
Το ξεχρόνιασμα δεν ήτανε ίδιο με το αφοριστικό, γιατί αυτό δεν το κάνανε μέσα στην εκκλησία, αλλά πίσω από το ιερό.
Μόλις σχόλαγε η εκκλησία όλοι πηγαίνανε πίσω από το ιερό και αυτός που είχε πάθει την ζημιά, έλεγε δημοσίως για ποιο λόγο προέβαινε σ’ αυτή την πράξη και ζητούσε όποιος το έχει κάνει να μαρτυρήσει. Αν δεν φανερωνόταν ο δράστης, τότε αυτός που είχε πάθει την ζημιά, έπαιρνε ένα κερί στο χέρι του και πέρναγε με την σειρά από όλους και ο καθένας άναβε το κερί που κρατούσε και το έσβηνε λέγοντας την βαριά κατάρα: «Όποιος έχει κάνει αυτό… να μην σώσει να χρονιάσει και να λιώσει σαν το κερί!». Αλλού λέγανε αντί για κερί ο παθών έφερνε μια μποτίλια με κρασί και ο καθένας έπινε μια σταλιά από δαύτο και αμέσως το έφτυνε προς τα μνήματα και έλεγε:
«Φτούτου… φτούτου… φτούτου… να μην σώσει να χρονιάσει, κι ότι έχει ας το χάσει!» ή «Φτούτου… φτούτου… φτούτου… έτσι να φτύνει ο αίμα του και να μη γιατρεύεται!»
Τώρα αν ο δράστης ήταν ένας εξ αυτών και δεν επιθυμούσε τέτοιες βαριές κατάρες, από τους συγχωριανούς του, σταματούσε την διαδικασία και του ξεχρονιάσματος, και του αφοριστικού. Γενικά πίστευαν ότι, οι παθόντες, δεν θα έφθαναν σε ξεχρόνιασμα και σε διάβασμα αφοριστικού, και κρύβονταν πίσω από την άγνοια των συγχωριανών περί του δράστη, αλλά όταν ζόριζαν τα πράγματα, υπό τον φόβο του Θεού, υποχωρούσαν και μεταμελούσαν.
Επειδή οι παλαιότεροι πίστευαν στην θεία δίκη και στην βαριά τιμωρία, σε περιπτώσεις που γινόταν ένα αναπάντεχο κακό σε κάποιον στο χωριό και είχε διαβαστεί αφοριστικό σε άγνωστο ή είχαν προβεί σε ξεχρόνιασμα, αμέσως πάντοτε υποψιασμένοι οι συγχωριανοί, συνέδεαν το περιστατικό καταλλήλως. Όποιος εξ αυτών πέθαινε πριν χρονιάσει από το ξεχρόνιασμα τον έλεγαν «Αχρόνιαγο»